ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Μια παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη του 1914, η Ρόζι ανέβηκε τα σκοτεινά σκαλοπάτια του μεγάλου σπιτιού ενός Δουβλινέζου περιφερειακού δικαστή για να παρακολουθήσει μια συνάντηση του Γαελικού Συνδέσμου. Η Τζεραλντίν Μπάτλερ την είχε παρακινήσει αρκετές φορές από την πρώτη τους συνάντηση στο σπίτι της λαίδης Μά-ριαν να παρακολουθήσει μία, στέλνοντάς της σημειώματα και απειλώντας την πως θα πήγαινε στο Φόλεϊ Κορτ για να τη συνοδέψει σε μια συνάντηση η ίδια.

«Έλα», την παρότρυνε η Τζεραλντίν. «Ξέρω πως η θέση της γραμματέως που σου προσφέραμε δεν έχει καλό μισθό, αλλά θα συναντήσεις μερικούς εξαιρετικούς ανθρώπους και θα μάθεις για όλα όσα συμβαίνουν στο Δουβλίνο και σε όλη την Ιρλανδία. Είναι πολύ συναρπαστικό, Ρόζι. Και έχω την ελπίδα ότι αυτές οι γνωριμίες θα φέρουν στον δρόμο σου κάποια καλύτερη ευκαιρία, όπου θα μπορέσεις να αξιοποιήσεις όλα τα ταλέντα σου».Μια παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη του 1914, η Ρόζι ανέβηκε τα σκοτεινά σκαλοπάτια του μεγάλου σπιτιού ενός Δουβλινέζου περιφερειακού δικαστή για να παρακολουθήσει μια συνάντηση του Γαελικού Συνδέσμου. Η Τζεραλντίν Μπάτλερ την είχε παρακινήσει αρκετές φορές από την πρώτη τους συνάντηση στο σπίτι της λαίδης Μά-ριαν να παρακολουθήσει μία, στέλνοντάς της σημειώματα και απειλώντας την πως θα πήγαινε στο Φόλεϊ Κορτ για να τη συνοδέψει σε μια συνάντηση η ίδια.

«Έχει δίκιο, Ρόζι», είπε η Νόρα, και προχώρησε δίνοντάς της όλο το ιστορικό του Γαελικού Συνδέσμου, μιας οργάνωσης από ανθρώπους με εθνικιστικές καταβολές, ενώ η λαίδη Μάριαν έγνεφε επιδοκιμαστικά.

Όταν η λαίδη Μάριαν είχε αποκαλύψει τις λεπτομέρειες του «σχεδίου» της στη Ρόζι, εκείνη είχε απογοητευτεί. Παρά τον σκεπτικισμό της, βαθιά μέσα της έτρεφε την ελπίδα πως η λαίδη θα είχε καταστρώσει ένα θαύμα που θα την ανύψωνε από την τωρινή της κατάσταση και θα την οδηγούσε στον δρόμο για την επιτυχία. Μια χαμηλά αμειβόμενη θέση στον Γαελικό Σύνδεσμο, μια οργάνωση την οποία δεν είχε ακούσει ποτέ της, απείχε πολύ από το θαύμα.

«Μα δεν ξέρω καν πώς να χειρίζομαι τη γραφομηχανή», είπε στη λαίδη Μάριαν σαστισμένη. Ύστερα, καθώς συνερχόταν, συνέχισε: «Εκτιμώ πραγματικά όλες τις προσπάθειές σας για λογαριασμό μου, αλλά πραγματικά δεν πιστεύω…»

Τη στιγμή εκείνη δεν ήταν καν σε θέση να ολοκληρώσει τη φράση της. Οι αμφιβολίες τρύπωναν ήδη στη σκέψη της. Ήταν χαζή να απορρίψει τέτοια προσφορά; Καθώς όμως άκουγε την παθιασμένη περιγραφή της Νόρας για τις αξίες του Γαελικού Συνδέσμου, ο σκεπτικισμός της επανήλθε. Αυτοί είναι πλούσιοι άνθρωποι που τους αρέσει να προσποιού-νται τους επαναστάτες, σκέφτηκε. Δεν γνωρίζουν τίποτα για τον πραγματικό κόσμο των φτωχών Ιρλανδών. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που με περιγελούσαν στη χοροεσπερίδα στο «Μέτροπολ». Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ευχαρίστησε τη λαίδη Μάριαν και έφυγε.

Όταν επέστρεψε στο Φόλεϊ Κορτ εκείνο το απόγευμα, την κατέλαβε η απόγνωση, όπως πάντα. Μήπως είχε αφήσει την υπερηφάνειά της να υπερισχύσει έναντι της κοινής λογικής; Και καθώς οι μέρες περνούσαν και οι πιθανότητες να βρει μια ασφαλή εργασία λιγόστευαν όλο και περισσότερο, η Ρόζι συνειδητοποιούσε ότι είχε κάνει λάθος που αρνήθηκε την προσφορά της λαίδης Μάριαν και μαζί μ’ αυτή μια νέα ευκαιρία να βοηθήσει την Μπρίντι και την Κέιτ. Δεν μπορούσε να πάει πίσω τώρα εκλιπαρώντας. Γλίτωσε από την αμηχανία να αναγκαστεί να το κάνει χάρη στην επιμονή της Τζεραλντίν. Αποφάσισε να παρακολουθήσει μια συνάντηση.

Τώρα, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, δεν ήταν βέβαιη για το τι θα έβρισκε εκεί. Σαματάς ακουγόταν από τα πάνω δωμάτια – μελωδικά κομμάτια ιρλανδικής μουσικής, η αναστάτωση από φωνές που υψώνονταν σε κουβέντες και δια-φωνίες, το χτύπημα των ποδιών που χόρευαν σε ξύλινα πατώματα. Είχε ντυθεί όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, διαλέγοντας ένα από τα λιγότερο φθαρμένα της φορέματα και μια μάλλινη κάπα, μανταρισμένη από μέσα, ώστε να μην μπορεί να δει κανείς τις ραφές. Σηκώνοντας το κεφάλι της αυστηρά, μπήκε στο κεντρικό δωμάτιο στην κορυφή της σκάλας. Ένας νεαρός, χλομός διοπτροφόρος άντρας καθόταν στο τραπέζι παίρνοντας παρουσίες.

«Ροϊσίν Κιλίν», είπε εκείνη. «Με κάλεσε η δεσποινίς Τζεραλντίν Μπάτλερ. Είναι εδώ;»

Το πρόσωπο του νεαρού άντρα φωτίστηκε.

«Καλώς μας ήρθατε», είπε.

Η Ρόζι αναγνώρισε τη μεγαλοαστική αγγλοϊρλανδέζικη προφορά του, που της θύμιζε τόσο τους νεαρούς άντρες με τους οποίους είχε χορέψει στο «Μέτροπολ». Έσφιξε τις γροθιές της στα πλευρά της.

«Η Τζεραλντίν είναι απασχολημένη αυτή τη στιγμή», συνέχισε. «Δοκιμάζει μια βινιέτα που θα παρουσιαστεί αργότερα. Παρακαλώ, περάστε μέσα. Υπάρχουν τσάι και αναψυκτικά, ή σέρι αν προτιμάτε». Της χαμογέλασε. «Θα συνιστούσα σέρι για να ζεσταθείτε. Δείχνετε αρκετά παγωμένη».

Η Ρόζι μουρμούρισε ένα «ευχαριστώ» και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Πίεσε τον εαυτό της να περάσει μέσα από το πλήθος προς τη μεριά όπου σερβίρονταν τα αναψυκτικά. Δεν ήταν συνηθισμένη στον πολύ κόσμο, ιδιαίτερα όταν δεν ήξερε κανέναν. Ολόγυρά της οι άνθρωποι είχαν απορροφηθεί σε ζωηρές συζητήσεις. Νεαρές γυναίκες, κοντά στην ηλικία της, φαίνονταν γεμάτες αυτοπεποίθηση και πάθος, διατηρώντας την ακεραιότητά τους σε διαξιφισμούς με εξίσου ένθερμους νεαρούς άντρες. Οι νεαροί άντρες φαίνονταν να είναι φοιτητές και της θύμιζαν τα αγόρια που είχε δει να της χαμογελούν στο κολέγιο Τρίνιτι. Οι μεγαλύτεροι άντρες, όλοι τους καλοντυμένοι και ευγενικοί, έμοιαζαν ευγενείς, παρότι παραδέχτηκε πως ορισμένοι θα μπορούσαν να είναι δάσκαλοι, δικηγόροι ή δημοσιογράφοι. Είχε γνωρίσει κάποιους σαν κι αυτούς τα χρόνια που βρισκόταν στο Ένισμορ και στα σουαρέ του Δουβλίνου όπου είχε παραστεί με τη λαίδη Μάριαν. Οι γυναίκες όμως δεν έμοιαζαν σε τίποτε με τα κορίτσια που είχε γνωρίσει στο παρελθόν – κορίτσια στα οποία άρεσε να μιλάνε μόνο για μόδα, ταξίδια και τις πιθανότητές τους να βρουν έναν καλό γαμπρό. Παρότι αυτές οι γυναίκες έδειχναν να προέρχονται από την τάξη των ευγενών, ήταν σαν να ανήκαν σε διαφορετικό είδος.

Πήρε ένα μικρό ποτήρι σέρι και άρχισε να πίνει. Κάθισε παράμερα στη σκιά και άκουγε στα κλεφτά αποσπάσματα από συζητήσεις που έφταναν ως τ’ αφτιά της. Γινόταν κουβέντα για μια πρόσφατη εκστρατεία με τον τίτλο «Αγοράστε ιρλανδικά» που είχε πραγματοποιηθεί τα Χριστούγεννα στο νοσοκομείο Ροτούντα στο Δουβλίνο και όπου πουλιόνταν προϊόντα αποκλειστικά ιρλανδικής προέλευσης. Γινόταν κουβέντα για μαθήματα γλωσσών, λέσχες συζήτησης και επερχόμενες συναυλίες. Μια νεαρή γυναίκα μοίραζε φυλλάδια που ανήγγειλαν ένα Κέιλι –φεστιβάλ ιρλανδικού χορού– το οποίο θα πραγματοποιούνταν στην αίθουσα μιας κοντινής εκκλησίας. Η Ρόζι πήρε ένα και το διάβασε μ’ ενδια-φέρον. Με χορηγό του τον Γαελικό Σύνδεσμο, η εκδήλωση ήταν ανοιχτή για όλους και με ελεύθερη είσοδο.

Η Νόρα τής είχε εξηγήσει ότι ο Γαελικός Σύνδεσμος ήταν η μεγαλύτερη από τις πάμπολλες «κέλτικες» ενώσεις που είχαν δημιουργηθεί για να υποστηρίξουν τη γαελική αφύπνιση. Τέτοιου είδους λέσχες ήταν αφιερωμένες στην αναβίωση της ιρλανδικής γλώσσας και του ιρλανδικού πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένων της ποίησης, του θεάτρου, του χορού και των αθλημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, είχε πει, ήλπιζαν ότι θα ενστάλαζαν και πάλι στους γηγενείς Ιρλανδούς την υπερηφάνεια για τον πολιτισμό τους και την κληρονομιά τους.

«Η οποία έχει πληγεί από τους αιώνες αγγλικής κυριαρχίας», είχε πει η Νόρα, «και πιστεύουμε πως είναι καιρός να την ανακτήσουμε».

Η Ρόζι δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτό το κίνημα. Στο Ένισμορ θα ήταν αδιανόητο η οικογένεια Μπελ ή οι γείτονές τους να ενθαρρύνουν την αναβίωση του ιρλανδικού πολιτισμού. Από την προσωπική της εμπειρία, η Ρόζι ήξερε ότι οι ευγενείς της επαρχίας έβλεπαν τους γηγενείς Ιρλανδούς σαν χωρικούς – υπηρέτες για να τους μαγειρεύουν και να καθαρίζουν τα σπίτια τους, εργάτες για να φροντίζουν τα κτήματά τους και τα κοπάδια τους, αγρότες για να οργώνουν και να καλλιεργούν τα χωράφια τους. Για άλλη μία φορά, ο σκεπτικισμός της υπερίσχυσε – αυτοί οι θιασώτες του Γαε-λικού Συνδέσμου ήθελαν πραγματικά να αναβιώσουν τον γηγενή ιρλανδικό πολιτισμό ή είχαν απλώς καταπιαστεί με μια κυνική παντομίμα για δική τους ψυχαγωγία;

Η Τζεραλντίν και η λαίδη Μάριαν είχαν επίσης αναφέρει πως η αποστολή ενώσεων όπως ο Γαελικός Σύνδεσμος επεκτείνεται για να συμπεριλάβει ένα πολιτικό στοιχείο. Η πληθώρα ιρλανδικών εθνικιστικών εφημερίδων, όπως Ο Ιρλανδός Εθελοντής ή η Ιρλανδική Ελευθερία, που προωθούσαν την αντιαγγλική προπαγάνδα, ξεσήκωναν τον λαό.

«Οι Ιρλανδοί γίνονται ολοένα και πιο ανυπόμονοι καθώς περιμένουν να εφαρμοστεί ο Νόμος περί Αυτοδιάθεσης», είχε εξηγήσει η Τζεραλντίν. «Αρχίζουν να οργανώνονται και να εξοπλίζονται μόνοι τους. Η συζήτηση για μια εξέγερση γίνεται ολοένα και εντονότερη».

Μια μεγαλύτερη γυναίκα χτύπησε παλαμάκια και τους κάλεσε όλους να μαζευτούν στο διπλανό δωμάτιο, όπου είχε στηθεί μια μικρή εξέδρα και είχαν τοποθετηθεί ξύλινες καρέκλες για το κοινό. Μια κουρτίνα κάλυπτε τη σκηνή. Ένας ψηλός νεαρός άντρας με φαρδιούς ώμους άρχισε ν’ απαγγέλλει ένα ποίημα στα ιρλανδικά, το οποίο η Ρόζι αναγνώρισε αμέσως. Λεγόταν «Μελαχρινή Ροζαλίν» ή «Ροϊσίν Νταβ» στα ιρλανδικά, και παρότι έμοιαζε με ερωτικό ποίημα για μια κοπέλα, στην πραγματικότητα ήταν ένα ποίημα για την Ιρλανδία και τα προβλήματά της. Ο μπαμπάς της Ρόζι τής είχε απαγγείλει το ίδιο ποίημα πολλές φορές όταν ήταν παιδί. Σκούπισε ένα αναπάντεχο δάκρυ.

Τότε τραβήχτηκε η αυλαία και τέσσερις νεαρές γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της Τζεραλντίν, έκαναν την εμφάνισή τους. Ήταν όλες τους ντυμένες με μαύρες και κόκκινες κάπες, η καθεμιά τους διακοσμημένη μ’ ένα τριαντάφυλλο, και έκαναν μια απλή χορογραφία πίσω από τον ποιητή καθώς διάβαζε.

«Αναπαριστούν τις τέσσερις περιφέρειες της Ιρλαν-δίας», ψιθύρισε ένας νεαρός άντρας δίπλα από τη Ρόζι. «Τι έξυπνο!»

Η Ρόζι χειροκρότησε το ίδιο δυνατά με το υπόλοιπο κοινό όταν οι ερμηνεύτριες και ο ποιητής έκαναν την υπόκλισή τους. Σηκώθηκε για να πάει να βρει την Τζεραλντίν. Αντί να επιστρέψει όμως στο αρχικό δωμάτιο, βρέθηκε να παρασύρεται από το πλήθος προς έναν άλλο μικρότερο χώρο. Μια παρέα από νέους άντρες με λίγο πιο σκληρό παρουσιαστικό από εκείνους που είχε συναντήσει νωρίτερα κάθονταν πίνοντας μπίρα και γελώντας. Μερικοί φορούσαν κανονικά ρούχα, ενώ άλλοι ήταν ντυμένοι με ένα είδος στολής. Ένας ψηλός άντρας με μακρύ πανοφώρι σηκώθηκε και τους κάλεσε σε τάξη. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς την πλευρά της, αλλά η Ρόζι είχε την εντύπωση ότι τον ήξερε. Έκανε ελιγμούς μέσα στο πλήθος για να δει καλύτερα. Μόλις είδε το πρόσωπό του, τον αναγνώρισε αμέσως. Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ, ο άντρας που είχε γνωρίσει στη γέφυρα Ο’Κόνελ τη βραδιά που είχαν τσακωθεί με τη Βικτόρια, άρχισε να μιλά με την καθαρή, χαρακτηριστική προφορά του Μάγιο. Οι άντρες σώπασαν και του έδωσαν την πλήρη προσοχή τους. Εκείνη άρχισε να σαστίζει ολοένα και περισσότερο καθώς ανακαλούσε τη γνωριμία τους. Τι να του έλεγε; Κοίταξε τριγύρω για κάποια έξοδο και ήταν έτοιμη να φύγει από τις πίσω σκάλες, όταν εμφανίστηκε η Τζεραλντίν.

«Ρόζι! Τι υπέροχο που ήρθες!»

Η φωνή της Τζεραλντίν έλυσε τα μάγια.

Η Ρόζι πήρε βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.

«Ω, ναι. Σ’ έψαχνα. Ήσουν υπέροχη στη σκηνή».

Η Τζεραλντίν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Ήταν απλώς ένα μικρό σκετσάκι. Είχε πλάκα όμως». Έπιασε το χέρι της Ρόζι. «Έλα κάτω μαζί μου, θέλω να σε συστήσω σε μερικούς φίλους. Και επιπλέον, διακόπτουμε τον λόγο του κυρίου Ο’Μάλεϊ».

Εκείνος πρέπει να άκουσε το όνομά του γιατί γύρισε απότομα. Το βλέμμα του έπιασε τη Ρόζι και έμεινε καρφωμένο εκεί. Τον κοίταξε κι εκείνη, χωρίς να μπορεί να τραβήξει τη ματιά της, όπως ακριβώς συνέβη και την πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί. Ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του καθώς υποκλινόταν μπροστά της. Αν δεν την είχε τραβήξει η Τζεραλντίν, η Ρόζι δεν ήξερε για πόσο θα μπορούσε να στέκεται εκεί πέρα.

Η Τζεραλντίν Μπάτλερ κανόνισε ώστε η Ρόζι να εργαστεί ως γραμματέας στον Γαελικό Σύνδεσμο αμέσως. Τακτο-ποιήθηκε σ’ ένα τραπέζι σ’ ένα γωνιακό δωματιάκι στα μεγαλύτερα γραφεία του Σπαθιού του Φωτός, της επίσημης εφημερίδας του Γαελικού Συνδέσμου. Γνωστή σε όλους ως το Σπαθί, τα γραφεία της καταλάμβαναν το ισόγειο του τριώ-ροφου κτηρίου της οδού Μουρ, κάθετης της οδού Χένρι, στο βόρειο τμήμα της πόλης. Έξω η οδός Μουρ βούιζε από κάρα, ποδήλατα και πεζούς. Έμποροι με τα καρότσια τους φορτωμένα φρούτα, λαχανικά και λουλούδια, διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πονηρές κεφάτες ατάκες. Ο θόρυβος εισχωρούσε στα γραφεία του Συνδέσμου από την μπροστινή πόρτα που ανοιγόκλεινε συνεχώς και ενωνόταν σε μια χαρούμενη βαβούρα μαζί με το κροτάλισμα από τα πλήκτρα της γραφομηχανής, το κουδούνισμα από τα τηλέφωνα και ένα πανδαιμόνιο από στριγκές φωνές.

Μέσα από το τζάμι που χώριζε το δωματιάκι της από το κεντρικό γραφείο, η Ρόζι έβλεπε με ενθουσιασμό ένα κύμα ανθρώπων να περνούν από την πόρτα κάθε μέρα, φέρνοντας μαζί τους ένα κρύο ρεύμα αέρα. Δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ποιητές και εικονογράφοι ανακατεμένοι με καλοντυμένες γυναίκες, μέλη του Γαελικού Συνδέσμου. Έμποροι και πόρνες έρχονταν επίσης να ζεσταθούν πίνοντας ένα φλιτζάνι τσάι, ενώ νεαροί με υφασμάτινες τραγιάσκες περιφέρονταν με την ελπίδα να τους αναθέσουν κανένα μικροθέλημα. Η Ρόζι είχε την αίσθηση ότι ολόκληρο το Δουβλίνο μπαινόβγαινε από αυτή την πόρτα.

Καθώς κοιτούσε μέσα από το τζάμι, σκεφτόταν συχνά ότι έμοιαζε κάπως σαν τον κύριο Μπερκ, τον μπάτλερ του Ένισμορ, που καθόταν στο παράθυρο του γραφείου του και παρατηρούσε τους υπηρέτες μέσα στο δωμάτιο υπηρεσίας. Χαμογέλασε με αυτή την ανάμνηση. Το δωματιάκι της είχε χώρο μονάχα για ένα τραπέζι, την καρέκλα που καθόταν και άλλη μία για τους επισκέπτες. Όλα τα χαρτιά και τα αρχεία που χρειαζόταν βρίσκονταν σε μια χάρτινη κούτα στα πόδια της. Από εκεί καλωσόριζε τα μέλη του Συνδέσμου που έφερναν σημειώματα για εκδηλώσεις που έπρεπε να διαφημιστούν, φυλλάδια που έπρεπε να τυπωθούν και δωρεές, οφειλές και έξοδα που έπρεπε να καταγραφούν. Η Ρόζι δεν είχε γραφομηχανή, τα ’βγαζε όμως πέρα χρησιμοποιώντας χαρτί και μελάνι για να σημειώνει κι ένα λογιστικό βιβλίο για να καταγράφει τις οικονομικές υποθέσεις του Συνδέσμου. Με τον καιρό έγινε πιο τολμηρή στις γραμματικές της διορθώσεις στα σημειώματα που της έφερναν και στις προτάσεις της για διόρθωση στο στήσιμο των φυλλαδίων. Τα βράδια, αν τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα, έμενε ως αργά για να εξασκηθεί στη γραφομηχανή που βρισκόταν στο γραφείο του αρχισυντάκτη, και όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε και πιο ευχαριστημένη με την πρόοδό της.

Ένα τέτοιο βράδυ Παρασκευής καθόταν και έκανε εξάσκηση στη γραφομηχανή. Όλο το προσωπικό της εφημερίδας είχε φύγει για να γιορτάσει το κλείσιμο ενός ακόμη τεύχους. Η παλιά τυπογραφική πρέσα στο υπόγειο βογκούσε και μούγκριζε όλη μέρα καθώς οι σελίδες ετοιμάζονταν, και τώρα η νέα έκδοση κειτόταν στο πάτωμα, πακεταρισμένη και δεμένη, περιμένοντας τα αγόρια που θα έρχονταν το πρωί για να τη μοιράσουν σε όλη την πόλη. Επιτέλους, τα γραφεία ήταν ήσυχα.

Οι δύο επάνω όροφοι της οδού Μουρ είχαν διαμερίσματα. Η Ρόζι δεν είχε ιδέα ποιος έμενε εκεί πάνω, αλλά ο αμέσως επόμενος όροφος αποτελούσε συχνά χώρο συγκέντρωσης για συνεδριάσεις. Έβλεπε άντρες με σοβαρές εκφράσεις, νέους και ηλικιωμένους, να ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα τόσο συχνά που τους έδινε ελάχιστη σημασία. Κάποιος είχε αναφέρει ότι ήταν Ιρλανδοί Εθελοντές που συναντιόνταν για να συζητήσουν για πολιτική και στρατηγικές. Τους είχε δει στην πρώτη συνάντηση στον Γαελικό Σύνδεσμο, συγκεντρωμένους σ’ ένα μικρό δωμάτιο, όπου είχε επίσης συναντήσει τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Κάπου κάπου αναρωτιόταν αν ήταν μαζί τους, αλλά δεν τον είχε δει, και μέχρι τώρα ήταν τόσο απορροφημένη από τη δουλειά της που δεν τους πολυσκεφτόταν.

Ετοιμαζόταν να φύγει όταν άκουσε βήματα στο πάνω πάτωμα και την πόρτα του επάνω διαμερίσματος να ανοίγει. Ήχος από φωνές ξεχύθηκε έξω στο πλατύσκαλο ακολουθούμενος από ποδοβολητά στις σκάλες. Άρπαξε βιαστικά το παλτό της, ελπίζοντας να καταφέρει να βγει από την πόρτα πριν από αυτούς, αλλά ήδη είχαν μαζευτεί πίσω της. Αναστέναξε αποφασίζοντας να περιμένει ώσπου να φύγουν όλοι τους και να βεβαιωθεί πως η πόρτα ήταν καλά κλειδωμένη. Είχαν τη συνήθεια να αφήνουν την πόρτα ανοιχτή να κρέμεται στους μεντεσέδες της. Έγνεψε στον τελευταίο και πήγε πάλι να πάρει το παλτό της, αλλά ένα βαρύ βάδισμα στις σκάλες την έκανε να σταματήσει. Ήταν ένας ακόμα που ερχόταν αργά πίσω από τους υπόλοιπους.

«Μη μου πείτε πως αυτή είναι η δεσποινίς Ροϊσίν Νταβ από την κομητεία Μάγιο αυτοπροσώπως!»

Η Ρόζι πάγωσε καθώς έβαζε το παλτό της και γύρισε.

«Κύριε Ο’Μάλεϊ!»

Της έκανε μια μικρή υπόκλιση και κινήθηκε προς το μέρος της.

«Ο ίδιος».

Τον κοίταξε. Ήταν όσο όμορφος τον θυμόταν –δυνατός, με γωνιώδες πρόσωπο, μακριά καστανά μαλλιά– αλλά τώρα είδε πως τα μάτια του είχαν ένα εντυπωσιακό πράσινο σμαραγδί χρώμα, σε αντίθεση με τα δικά της τα μελιά. Έμεινε να τα κοιτάζει για περισσότερο απ’ όσο επέβαλε η ευγένεια.

«Είσαι συντάκτρια στην εφημερίδα, έτσι; Καλά το κατάλαβα εγώ πως είσαι ξύπνια από την πρώτη κιόλας φορά που σε συνάντησα».

Την πλησίασε κι εκείνη μπορούσε να μυρίσει το καλό, ακριβό σαπούνι που χρησιμοποιούσε, τις κολλαριστές του πετσέτες και το μάλλινο νοτισμένο μακρύ του πανωφόρι. Υπήρχε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά καπνού και ουίσκι στην ανάσα του.

«Όχι, απλώς κάνω εξάσκηση», είπε προσπαθώντας να κρύψει το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Εργάζομαι στον Γαελικό Σύνδεσμο ως γραμματέας τους. Να, εκεί είναι το γραφείο μου». Χαμογέλασε. «Δεν είναι και κάτι σπουδαίο, τι λέτε;»

«Με μια βασίλισσα σαν και του λόγου σου, είναι σωστό παλάτι!»

Εκείνη κοκκίνισε ξανά και άρχισε να παίζει νευρικά με τα κουμπιά του παλτού της, νιώθοντας ολοένα και πιο αμήχανη κάτω από το εξεταστικό του βλέμμα. Εκείνος πλησίασε το γραφείο, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, οπότε ένιωσε υποχρεωμένη να καθίσει κι εκείνη.

«Σε είδα στην πρόσφατη συνάντηση του Συνδέσμου», είπε εκείνος, «αλλά το ’βαλες στα πόδια σαν λαγός προτού προλάβω να σου μιλήσω».

«Δεν το ’βαλα στα πόδια! Η Τζεραλντίν Μπάτλερ με τράβηξε. Στο κάτω κάτω, ήσουν στη μέση ενός λόγου».

«Σωστά. Λοιπόν, μπορούμε να κουβεντιάσουμε τώρα».

Έγειρε πίσω στην καρέκλα και τέντωσε τα μακριά του πόδια, σταυρώνοντάς τα στους αστραγάλους. Η Ρόζι προσπάθησε να σκεφτεί κάτι να πει, αλλά δεν της ερχόταν κανένα θέμα για συζήτηση. Εκείνος περίμενε σιωπηλός και την περιεργαζόταν εξονυχιστικά.

«Είσαι μέλος του Συνδέσμου, λοιπόν;» κατάφερε να πει.

Εκείνος γέλασε δείχνοντας τα γερά του δόντια.

«Α, τίποτα το σπουδαίο. Είμαι επικεφαλής μιας ομάδας εθελοντών – προσπαθώ να πάρω μερικούς πρόθυμους νεαρούς και να τους εξηγήσω τι σημαίνει “στράτευση”».

«Ώστε είσαι στρατιώτης;»

«Όχι επισήμως, όχι. Έχω δει όμως πολύ περισσότερα για τη στρατιωτική ζωή από αυτούς τους τύπους. Μερικοί δεν είναι παρά αγροτόπαιδα που ήρθαν στη μεγάλη πόλη σε αναζήτηση περιπέτειας. Θέλουν να αγωνιστούν για την Ιρλανδία. Τους λέω, αν θέλετε να αγωνιστείτε, να καταταγείτε στον Βρετανικό Στρατό και να πάρετε και χρήματα γι’ αυτό». Έκανε μια παύση και χαμογέλασε πλατιά. «Μα όχι, θέλουν ν’ απελευθερώσουν την Ιρλανδία. Θαυμάζω το πάθος τους, αλλά δεν θα ήθελα να είμαι εγώ υπεύθυνος για την πορεία τους προς τον θάνατο, και τούτοι δω είναι σχεδόν μωρά».

«Πιστεύεις πως θα φτάσει ως εκεί; Ο Νόμος περί Αυτοδιάθεσης πέρασε ήδη».

«Όντως, οι άνθρωποι όμως γίνονται όλο και πιο ανυπόμονοι. Τίποτε δεν θα βγει απ’ αυτό όσο μαίνεται ο πόλεμος».

«Όλοι λένε πως ο πόλεμος θα έχει τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους.

«Δεν ξέρουν πού πάν’ τα τέσσερα. Θα τραβήξει για χρόνια ακόμη».

Μια φευγαλέα εικόνα του Βαλεντάιν πέρασε από το μυαλό της Ρόζι, αλλά την έδιωξε μακριά. Σηκώθηκε πάλι και άρχισε να κουμπώνει το παλτό της, κλείνοντας προσεκτικά ένα προς ένα τα κουμπιά και υψώνοντας τον γιακά της. Αυτός σηκώθηκε να τη βοηθήσει, αλλά εκείνη τον αγνόησε.

«Πρέπει να πάω στο σπίτι», είπε, «είναι αργά».

«Α, ναι, πολύ αργά για να περπατάει μόνη της στους δρόμους μια νεαρή κυρία. Θα σε συνοδεύσω, λοιπόν».

«Δεν χρειάζεται», είπε η Ρόζι. «Θα είμαι μια χαρά».

Εκείνος γέλασε δυνατά.

«Α, τώρα θυμάμαι πόσο μια χαρά ήσουν το βράδυ που σε γνώρισα στη γέφυρα Ο’Κόνελ μ’ εκείνες τις δυο κακούργες έτοιμες να σε κάνουν μαύρη στο ξύλο».

Η Ρόζι κοκκίνισε. Αρχικά ήθελε να του πει πως είχε κακούς τρόπους που το ανέφερε. Για κάποιον λόγο όμως ξαφνικά είδε την αστεία πλευρά του πράγματος και άρχισε να γελά μαζί του.

«Εντάξει, τώρα μου την έφερες!» είπε.

Περπάτησε προς την πόρτα. Εκείνος σηκώθηκε και την ακολούθησε. Τον άφησε να την πιάσει αγκαζέ καθώς βγήκαν έξω στον δρόμο.

«Βεβαιώσου πως η πόρτα είναι κλειδωμένη», του είπε.

Ο άνεμος τη χτυπούσε καθώς περπατούσε μαζί του στο σκοτάδι. Μόλις που μπορούσε να τον διακρίνει, αλλά ένιωθε τον ρυθμικό διασκελισμό πλάι της και την ευχάριστη αίσθηση του χεριού του στον αγκώνα της. Τράβηξε το παλτό της πιο σφιχτά γύρω της, κοιτάζοντας με ζήλια τη χλαίνη του. Θα ήταν πολύ πιο ζεστή από το πανωφόρι της, σκέφτηκε. Εκείνος όμως ούτε που το είχε κουμπώσει. Έχασκε ανοιχτό, σαν να είχε ανοσία στα στοιχεία της φύσης. Μιλούσαν λίγο καθώς περπατούσαν, και η Ρόζι βρήκε την παρουσία του ανακουφιστική. Για πρώτη φορά δεν της ορμούσαν μπεκρήδες και δεν την έφτυναν πόρνες. Αφέθηκε για μια στιγμή να βυθιστεί στην αίσθηση ασφάλειας που της πρόσφερε. Μόλις όμως άρχισαν να πλησιάζουν στο Φόλεϊ Κορτ, αισθάνθηκε άγχος. Έπρεπε να τον σταματήσει στη γωνία. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να δει πού έμενε. Ήταν αρκετά κακό που ο Βαλεντάιν και η Βικτόρια είχαν κι οι δυο τους εκτεθεί στη φρίκη του Φόλεϊ Κορτ, δεν ήθελε άλλο ένα άτομο, για τη γνώμη του οποίου ενδιαφερόταν, να το δει και να τη λυπηθεί.

«Εδώ στη γωνία μένω», είπε κάνοντας δυο βήματα μακριά του. «Είναι μια χαρά εδώ».

Εκείνος όμως την αγνόησε και την έπιασε από το μπράτσο ξανά, σπρώχνοντάς την ευγενικά προς τα εμπρός. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσει να περπατάει. Δάγκωσε το χείλος της καθώς περπατούσε και επιτάχυνε. Έφταναν κοντά στο νούμερο έξι. Σύντομα θα τελείωνε.

Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ κοίταξε ψηλά το κτήριο. Ακόμα και μες στο σκοτάδι ήταν ένα ανατριχιαστικό θέαμα, σαν να προανήγγειλλε τη φρίκη που έκρυβε μέσα του. Το άγγιγμά του μαλάκωσε πάνω στο μπράτσο της, καθώς εκείνη γύρισε προς το μέρος του.

«Τίποτα δεν με σοκάρει, Ροϊσίν Νταβ. Λυπάμαι που σκέφτηκες κάτι τέτοιο».

Η Ρόζι έγινε κατακόκκινη μες στο σκοτάδι. Είχε αντιληφθεί την ντροπή της. Ένα μέρος της ήθελε να ξεσπάσει σε κλάματα, αλλά συγκρατήθηκε από έναν αναπάντεχο θυμό.

«Είναι πολύ άσχημο που ο Σύνδεσμος δεν το βλέπει αυτό», είπε. «Είναι τόσο απασχολημένοι με τον ανώτερο ιρλανδικό πολιτισμό – την υπέροχη μουσική και την ποίηση και το θέατρο και τον χορό. Ε, λοιπόν, κι αυτό ιρλανδικός πολιτισμός είναι. Γιατί δεν γράφουν κάτι γι’ αυτό;»

Τώρα έτρεμε, προσπαθώντας ακόμη να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Εκείνος δεν την άφηνε να φύγει, οπότε τραβήχτηκε και στράφηκε προς το σπίτι.

«Γιατί δεν γράφεις κάτι εσύ γι’ αυτό;» άκουσε τη φωνή του πίσω της.

Εκείνη ανέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια.

«Καληνύχτα, κύριε Ο’Μάλεϊ», είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Κάθαλ με λένε!» της φώναξε.

Τέλος 23ου καφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi