ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Στο μεταξύ, παρότι η Βικτόρια ήταν πολύ επιμελής με τη δουλειά της στην κλινική του δόκτορα Κάλεν, ανεπαίσθητα ίχνη δυσαρέσκειας άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Στην αρχή ήταν ασήμαντα και μπορούσαν να θεωρηθούν αποτέλεσμα της κόπωσης και του άγχους της να κατακτήσει τις νέες δεξιότητες. Λαχταρούσε μια περισσότερο προκλητική δουλειά πέρα από τα επαναλαμβανόμενα και καθιερωμένα παράπονα των Δουβλινέζων κυριών που σύχναζαν στην κλινική. Το περπάτημα κάθε πρωί προς την κλινική έγινε υπερβολικά εξαντλητικό.
Με την κήρυξη του πολέμου ήλπιζε ότι ίσως έβρισκε ανακούφιση. Η περίθαλψη τραυματισμένων στρατιωτών σίγουρα θα έδινε καινούργιο σκοπό στη ζωή της. Οι τραυματίες που επέστρεφαν άρχισαν σύντομα να εμφανίζονται όχι στην κλινική, αλλά στο μικρό ιδιωτικό νοσοκομείο όπου στέλνονταν οι σοβαρά νοσούντες ασθενείς του δόκτορα Κάλεν. Η Βικτόρια άσκησε πιέσεις για τη μετάθεσή της από την κλινική στο νοσοκομείο, πράγμα το οποίο και κατόρθωσε. Ήταν κατενθουσιασμένη, ελπίζοντας πως τώρα θα μπορούσε να κάνει κάτι πραγματικά διαφορετικό.Στο μεταξύ, παρότι η Βικτόρια ήταν πολύ επιμελής με τη δουλειά της στην κλινική του δόκτορα Κάλεν, ανεπαίσθητα ίχνη δυσαρέσκειας άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Στην αρχή ήταν ασήμαντα και μπορούσαν να θεωρηθούν αποτέλεσμα της κόπωσης και του άγχους της να κατακτήσει τις νέες δεξιότητες. Λαχταρούσε μια περισσότερο προκλητική δουλειά πέρα από τα επαναλαμβανόμενα και καθιερωμένα παράπονα των Δουβλινέζων κυριών που σύχναζαν στην κλινική. Το περπάτημα κάθε πρωί προς την κλινική έγινε υπερβολικά εξαντλητικό.
Σαν τους άλλους ασθενείς του δόκτορα Κάλεν, οι στρατιώτες που επέστρεφαν ήταν όλοι από καλές οικογένειες. Παρότι ήταν αξιωματούχοι, το προνόμιό τους δεν τους προστάτευε από τις φθορές της μάχης –ακρωτηριασμένα μέλη, τραύματα στο κεφάλι, μολύνσεις, γάγγραινα και σοκ από τους βομβαρδισμούς– περισσότερο από τους απλούς στρατιώτες. Έβαζε τα δυνατά της για να τους κάνει να νιώσουν άνετα. Συχνά καθόταν μαζί τους κρατώντας τους το χέρι και ακούγοντας τις ιστορίες τους ή γράφοντας γράμματα για όσους δεν ήταν σε θέση να το κάνουν μόνοι τους. Σκέφτηκε τον Βαλεντάιν και ήλπιζε ότι κάποια νοσοκόμα θα ήταν εξίσου ευγενική μαζί του αν ποτέ βρισκόταν στην ανάγκη. Αλλά ακόμα κι όταν περιέθαλπε εκείνους τους άντρες, σκεφτόταν τους χιλιάδες άλλους λιγότερο τυχερούς νέους που θα επέστρεφαν στην Ιρλανδία και θα αφήνονταν στο έλεος του κράτους για να μαραζώσουν σε αξιοθρήνητα, συνωστισμένα νοσοκομεία. Ίσως εκείνα τα αγόρια να τη χρειάζονταν περισσότερο. Προσπάθησε να απωθήσει τις βασανιστικές αυτές σκέψεις.
Ευχήθηκε να μπορούσε να μοιραστεί τα συναισθήματά της με κάποιον και, όπως πάντα, της ήρθε στον νου η Ρόζι. Ο πρότερος θυμός της για τη φίλη της είχε χαθεί προ πολλού. Είχε μάλιστα σκεφτεί να πάει ξανά να τη βρει στο Φόλεϊ Κορτ, αλλά η ανάμνηση του μέρους εκείνου την έκανε ν’ ανατριχιάζει.
«Απλώς θα ήθελα να τη δω», είπε ένα απόγευμα στη λαίδη Μάριαν. «Πήγα να τη δω μία φορά στο κατάλυμα της αδελφής της. Οι συνθήκες ήταν σοκαριστικές και η Ρόζι έμοιαζε τόσο ηττημένη. Φοβάμαι πως η απόγνωσή της θα την ωθήσει σε μια ζωή…» Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη σκέψη της.
Η λαίδη Μάριαν χαμογέλασε.
«Η Ρόουζ έχει πολύ τσαγανό και ιδιαίτερο πνεύμα για να καταδεχτεί κάτι τέτοιο, Βικτόρια. Έχω εκπλαγεί από το σθένος της». Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο μπράτσο της Βικτόριας. «Μην ανησυχείς για εκείνη. Θα βρει τον δρόμο της. Αμφιβάλλω αν η αναζήτηση της φιλίας της είναι προς το συμφέρον σου. Πρέπει να βρει το δικό της μονοπάτι. Έχω θέσει ένα σχέδιο σε εφαρμογή γι’ αυτήν και συμφώνησε να το ακολουθήσει».
Η Βικτόρια κατακλύστηκε από μια ξαφνική ανησυχία.
«Μα, θεία, δεν μπορείτε να παρέμβετε στη ζωή της Ρόζι ξανά ύστερα από όσα έγιναν πέρυσι. Πώς μπορείτε;»
Η λαίδη Μάριαν γέλασε.
«Μην ανησυχείς, αγαπητή μου, ήμουν απλώς ο μεσίτης σε αυτή την υπόθεση. Άφησα τη Ρόουζ και το μέλλον της στα καλά χέρια των αδελφών Μπάτλερ».
«Με ποιον σκοπό;»
«Α, θα σου πω λεπτομέρειες όταν έρθει η ώρα. Είμαι όμως αισιόδοξη πως η Ρόουζ θα βρει τη θέση της τελικά». Έστρεψε το βλέμμα της, δείχνοντας ότι το θέμα έκλεισε, και κάθισε. «Τώρα, όσον αφορά εσένα, αγαπητή μου. Κι εσύ πρέπει να κοιτάξεις το μέλλον σου. Ίσως να βρεις έναν μνηστήρα ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ωραίους στρατιωτικούς αξιωματούχους που φροντίζεις».
Η Βικτόρια ανασήκωσε τους ώμους.
«Αμφιβάλλω, θεία».
Θα μπορούσε να είχε πει στη θεία της για τη βάρβαρη συμπεριφορά που είχαν επιδείξει μερικοί άντρες απέναντί της, θεωρώντας πως ήταν απλώς μια βιοπαλαίστρια νοσοκόμα. Ήταν αρκετά ευγενείς όταν ήταν άρρωστοι, αλλά μόλις ανάρρωναν, αποκαλυπτόταν η πραγματική τους φύση – ο στρατηγός που της είχε κάνει ανοιχτά πρόταση γάμου, ο λοχαγός από το Ουίκλοου που της τσιμπούσε τον πισινό κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, οι δύο υπολοχαγοί που κουβέντιαζαν μεταξύ τους για τα σωματικά της προσόντα ενώ εκείνη βρισκόταν σε ακτίνα ακοής. Ακόμα όμως κι αν είχαν φερθεί σαν σωστοί κύριοι, ήξερε ότι δεν θα έδειχνε ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Ο Μπρένταν Λιντς, παρότι είχε προσπαθήσει να τον βγάλει από το μυαλό της όλο αυτόν τον καιρό, ήταν εκείνος που επέστρεφε να στοιχειώσει τα όνειρά της κάθε βράδυ. Η Βικτόρια δεν γνώριζε αν θα τον έβλεπε ξανά, αλλά όσο η εικόνα και η ανάμνησή του ήταν ακόμα τόσο ζωντανές, ήξερε πως κανένας άντρας δεν μπορούσε να πάρει τη θέση του.
Τέλος 22ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi