ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21


Στο Δουβλίνο, ύστερα από την κήρυξη του πολέμου, τα αφτιά της Ρόζι έπιαναν επιχειρήματα υπέρ και κατά καθώς πήγαινε στη δουλειά της κάθε μέρα, αλλά δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αν ήταν άντρας, θα συμφωνούσε με εκείνους που ήλπιζαν να καταταγούν στον στρατό – εξάλλου, μια ασφαλής δουλειά αυτή τη στιγμή στη ζωή της θα σήμαινε πολύ περισσότερα για εκείνη απ’ ό,τι η πίστη της στην Ιρλανδία. Κρατούσε όμως αυτές τις σκέψεις για τον εαυτό της. Άρχιζε να απελπίζεται ότι δεν θα έβρισκε ποτέ μόνιμη δουλειά. Είχε κάνει ένα σωρό χαμηλά αμειβόμενες, προσωρινές δουλειές, αλλά το ενδεχόμενο μιας καλοπληρωμένης, μόνιμης θέσης φαινόταν πιο μακρινό από ποτέ. Η προοπτική να πρέπει να συνεχίσει να μένει με την Μπρίντι και τον Μάικο απομυζούσε όση ενέργεια και αποφασιστικότητα της είχαν απομείνει.

Κι έτσι, όταν ένα ακόμα σημείωμα έφτασε από τη λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ που την προσκαλούσε για τσάι, η Ρόζι δεν το έσκισε αμέσως. Αντί γι’ αυτό το κράτησε στο χέρι της και το διάβασε ξανά και ξανά, δίνοντας μάχη με τον εαυτό της για το τι να κάνει. Είχε δώσει όρκο πως δεν θα επέτρεπε ποτέ ξανά σε ευγενείς να τη χρησιμοποιήσουν. Η ταπείνωσή της από τον τρόπο που εκτέθηκε στη χοροεσπερίδα του «Μέτροπολ» δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ στην πραγματικότητα, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να απωθήσει την ανάμνηση. Αν έμπαινε ξανά στον κόσμο τους, κινδύνευε να εκτεθεί σε όλους τους πόνους και τις προδοσίες που την είχαν σχεδόν καταστρέψει. Θυμήθηκε τη βραδιά που είχε περπατήσει από τη γέφυρα Ο’Κόνελ στο Φόλεϊ Κορτ και είχε αποφασίσει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Το είχε κάνει λοιπόν, και τι καλό τής είχε αποφέρει εκτός από το να ενισχύσει την εντύπωση πως τα περισσότερα όνειρα είναι ανώφελα όταν υπόκεινται στη σκληρότητα της καθημερινότητας;

Καθώς όμως ήταν ξαπλωμένη μες στο σκοτάδι, στο Φόλεϊ Κορτ, εκείνη τη νύχτα μια νέα σκέψη πέρασε από τον νου της. Γιατί να μη χρησιμοποιήσει η ίδια τους ευγενείς αντί να τους επιτρέπει να τη χρησιμοποιούν εκείνοι; Εξάλλου, μια μεταστροφή της κατάστασης δεν θα ήταν σωστή; Εφόσον διατηρούσε τη σπιρτάδα της, γιατί να μην άφηνε τη λαίδη Μάριαν να καθησυχάσει την ενοχή της για το φιά-σκο της χοροεσπερίδας του «Μέτροπολ» βοηθώντας την; Επιπλέον, χρειαζόταν να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει την Μπρίντι, σκεπτόμενη όλες τις υποσχέσεις προς την αδελφή της που δεν είχε κρατήσει. Με την παρηγοριά αυτών των σκέψεων, γύρισε πλευρό κι έπεσε σ’ έναν βαθύ ύπνο.

Την επόμενη εβδομάδα η Ρόζι καθόταν και πάλι στο καθιστικό του σπιτιού της λαίδης Μάριαν στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Την πρώτη φορά που κάθισε εκεί είχε αφεθεί στο έλεος αυτής της λαίδης, την οποία δεν είχε ποτέ της μέχρι τότε συναντήσει. Ήταν απεγνωσμένη και ευάλωτη και έτοιμη να αποδεχθεί κάθε βοήθεια που μπορεί να της προσφερόταν. Τώρα, ενώ εξακολουθούσε να είναι κάπως απεγνωσμένη, δεν ένιωθε πλέον ευάλωτη. Την προηγούμενη χρονιά είχε πάρει ένα σκληρό μάθημα και η Ρόζι που καθόταν εδώ τώρα ήταν σκεπτική, πρακτική και σοφότερη.

Ο μόνος της φόβος ήταν μήπως μπαίνοντας πετύχαινε τη Βικτόρια, και δίσταζε να αντιμετωπίσει την παλιά της φίλη ύστερα από τη διένεξή τους στο Φόλεϊ Κορτ. Ωστόσο, η λαίδη Μάριαν έδιωξε αμέσως τις ανησυχίες της.

«Λυπάμαι που η Βικτόρια δεν είναι εδώ για να σε χαιρετήσει, αγαπητή μου. Λείπει από νωρίς το πρωί για να φροντίσει τους ασθενείς. Με εντυπωσιάζει πόσο επιμελής έχει αποδειχθεί η ανιψιά μου. Δεν πιστεύω πως έχει χάσει ούτε μία μέρα».

Η Ρόζι έγνεψε, αλλά δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Έριξε μια κλεφτή ματιά στη Σελίν, όταν η υπηρέτρια μπήκε μέσα να σερβίρει τσάι, αλλά η Σελίν δεν την κοίταξε καθόλου.

«Δεν ξέρω αν το έμαθες, αλλά ο Βαλεντάιν κατατάχθηκε στον στρατό, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, απ’ ό,τι μου είπαν». Έκανε παύση και κοίταξε τη Ρόζι που διατηρούσε την έκφρασή της όσο πιο αδιάφορη γινόταν. «Μπήκε στην Ιρλανδική Φρουρά», συνέχισε η λαίδη Μάριαν. «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο όμορφος θα δείχνει μες στην υπέροχη πορφυρή στολή του».

«Ασφαλώς».

Η Ρόζι έβαλε τα δυνατά της για να σταματήσει το κοκκίνισμα που απλωνόταν στα μάγουλά της. Ήξερε ότι η λαίδη Μάριαν τη δοκίμαζε για να δει αν έτρεφε ακόμη αισθήματα για τον Βαλεντάιν, και ήταν αποφασισμένη να μην εκδηλώσει τίποτα. Είχε προσπαθήσει να μην τον σκέφτεται καθόλου όλο εκείνο τον καιρό και πίστευε πως τον είχε όντως ξεπεράσει. Το κοκκίνισμα όμως μόλις επιβεβαίωνε πως εκείνος δεν θα έφευγε ποτέ πραγματικά από τις σκέψεις της και την καρδιά της.

Ο ήχος του κουδουνιού τής έφερε ανακούφιση. Η λαίδη Μάριαν της χαμογέλασε και σηκώθηκε.

«Αυτές θα είναι οι αγαπητές αδελφές Μπάτλερ», είπε. «Τις κάλεσα να έρθουν και να σ’ επισκεφθούν. Με έχουν βομβαρδίσει με ερωτήσεις για εσένα από τότε που… από πέρυσι. Και γνωρίζω πως τις θαύμαζες πολύ».

Ύστερα από λίγη βαβούρα στο χολ, η Σελίν παρουσίασε την Τζεραλντίν και τη Νόρα Μπάτλερ. Έτρεξαν και οι δυο τους προς τη Ρόζι.

«Ρόζι!» αναφώνησε η Τζεραλντίν, η πιο μεγάλη από τις δύο. «Τι υπέροχο να σε βλέπω επιτέλους! Ανησυχούσαμε τόσο για σένα!»

Η Ρόζι κοίταξε μια τη μία και μια την άλλη και χαμογέλασε. Ήταν χαρούμενη που τις έβλεπε. Είχαν υπάρξει πολύ ευγενικές μαζί της τη βραδιά του χορού, και δεν το είχε ξεχάσει ποτέ. Έπιασε τα χέρια τους διαδοχικά.

«Τι υπέροχη έκπληξη!» είπε. «Δεν περίμενα ποτέ πως θα σας ξαναδώ».

Η Νόρα έβγαλε το καπέλο της και κάθισε.

«Ούτε κι εμείς. Νομίζαμε ότι η Βικτόρια θα μας οδηγούσε σ’ εσένα, αλλά εκείνη είπε πως σε είχε δει μόνο μία φορά. Εξεπλάγην με αυτό, αλλά κατανοώ ότι περνά όλο της τον χρόνο στην κλινική».

Η Τζεραλντίν χαχάνισε.

«Ναι, παρατηρώντας τα υδραυλικά των εκλεκτών Δουβλινέζων κυριών μας. Επισκέφθηκα τον δόκτορα Κάλεν μαζί με τη μαμά πρόσφατα και την είδα εκεί». Έκανε παύση. «Είναι πιο υπέροχη από ποτέ, αλλά κάτι πάνω της έχει αλλάξει. Δεν μπορώ να το εντοπίσω όμως».

«Βρήκε το νέο της πάθος, νομίζω», είπε η λαίδη Μάριαν αφού το τσάι σερβιρίστηκε στις καλεσμένες. Έκανε ένα νόη-μα με το χέρι της. «Αρκετά όμως με τη Βικτόρια», συνέχισε. «Σας κάλεσα εδώ για να κουβεντιάσουμε μια ιδέα που έχω για να βοηθήσουμε τη Ρόουζ. Ο αγαπητός κύριος Κίρνι είχε τη γενική ιδέα, για την ακρίβεια, και μαζί τη βελτιώσαμε σ’ ένα πιο ενδιαφέρον πλάνο».

Η Ρόζι ένιωσε να χλομιάζει. Έπρεπε να διατηρήσει τη σπιρτάδα της. Δεν έπρεπε να αφεθεί να παρασυρθεί σε μία ακόμα από τις «ιδέες» της λαίδης Μάριαν. Ένιωσε μια ελαφριά ικανοποίηση που η οικοδέσποινά της δεν την αποκαλούσε πλέον «Ρόζαλιντ». Έτσι, πήρε βαθιά ανάσα, στήριξε την πλάτη και τους ώμους της και, καθώς θυμήθηκε την τελευταία της απόφαση, φόρεσε το πιο γοητευτικό της χαμόγελο.

«Τι συναρπαστικό, λαίδη Μάριαν! Σας παρακαλώ, πείτε μου τι έχετε κατά νου».

Τέλος 21ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi