ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς εκπλήξεις στο Ένισμορ, αλλά η υποβόσκουσα ένταση που είχαν δημιουργήσει μακρινά γεγονότα συνέχισε να το κυριεύει. Ο αναβρασμός στην ευρωπαϊκή ήπειρο αυξήθηκε και, όπως είχε προβλέψει ο λόρδος Ένις, όταν η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στο μικρό, ουδέτερο Βέλγιο, ο πρωθυπουργός Άσκουιθ παρέδωσε τελεσίγραφο στη Γερμανία: «Μείνετε έξω από το Βέλγιο, δια-φορετικά σας κηρύσσουμε πόλεμο». Το τελεσίγραφο έμεινε αναπάντητο και στις 4 Αυγούστου 1914 η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο.
Ο Βαλεντάιν Μπελ αποφάσισε να καταταγεί.
«Αποκλείεται!» βροντοφώναξε ο λόρδος Ένις. «Έχουμε χάσει ήδη έναν κληρονόμο στην έπαυλη Ένις. Δεν θα χάσουμε και δεύτερο!»
«Το μέλλον της έπαυλης θα είναι ασφαλές με τον Τζούλιαν», είπε ο Βαλεντάιν με ήρεμη φωνή.
Ο λόρδος Ένις πλησίασε τον γιο του, με το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο.
«Ο Τζούλιαν δεν είναι παρά ένα βρέφος. Ποιος θα φροντίσει τις υποθέσεις μας εδώ αν δεν γυρίσεις; Ασφαλώς δεν θα το κάνω εγώ για τα επόμενα είκοσι χρόνια». Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν σε καταλαβαίνω, Βαλεντάιν. Νόμιζα ότι είχες αλλάξει, αλλά τώρα βλέπω ότι είσαι πάντα το ίδιο ανώριμος».
«Λυπάμαι, μπαμπά, αλλά πιστεύω ότι είναι καθήκον μου».
«Το καθήκον σου είναι εδώ!» τον διέκοψε ο πατέρας του. «Το καθήκον σου είναι σε αυτή την οικογένεια και σε αυτή την έπαυλη. Και η Σοφία και ο Τζούλιαν; Θα τους βάλεις σε τέτοιο κίνδυνο; Και η μαμά σου; Δεν υπέφερε αρκετά με τον Τόμας;»
Στέκονταν στη βιβλιοθήκη όπου είχαν αποσυρθεί μετά το δείπνο για να συζητήσουν τις υποθέσεις της έπαυλης και άλλα ενδιαφέροντα νέα. Ο Βαλεντάιν άφησε τον πατέρα του και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο, κοιτάζοντας τη λίμνη Κον και ακόμα πιο μακριά.
«Δεν θα λείψω για πολύ, μπαμπά. Όλοι λένε πως ο πόλεμος θα έχει τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα». Έσκασε ένα ξεψυχισμένο χαμόγελο. «Σκοπεύω να επιστρέψω σώος και αβλαβής».
Ο λόρδος Ένις έριξε στον γιο του ένα παρατεταμένο, διαπεραστικό βλέμμα.
«Εκτός, φυσικά, κι αν πιστεύεις ότι θα αποτύχω ως στρατιώτης, όπως απέτυχα και με οτιδήποτε άλλο».
«Όχι, Βαλεντάιν, ασφαλώς και όχι!»
«Ω, αυτό νομίζω, μπαμπά», είπε ο Βαλεντάιν δυνατά, κι έπειτα ψιθύρισε, «κι εσύ το ξέρεις καλά», μέσα απ’ τα δόντια του και γύρισε από την άλλη.
Κάτω από τις σκάλες τα νέα για τον πόλεμο έγιναν αποδεκτά με διαφωνίες, έξαψη, ανησυχία και προσευχές.
«Δεν θα πάνε πολλοί», δήλωσε ο Άντονι Ουόλς. «Λίγα αγόρια θα ρισκάρουν τη ζωή τους και ένα μέλος του σώματός τους για έναν Άγγλο βασιλιά. Εγώ πάντως δεν θα πάω αν μου το ζητήσουν».
«Είσαι τυχερός που βρίσκεσαι σε τέτοια ηλικία και δεν πρόκειται να σε καλέσουν», πετάχτηκε η κυρία Ο’Λίρι, «γιατί δεν θέλω δειλούς να τριγυρνάνε στη δική μου κουζίνα».
Ο Άντονι φάνηκε προσβεβλημένος.
«Δεν είμαι τόσο μεγάλος για να μην μπορώ να πολεμήσω οποιονδήποτε άντρα. Αυτό όμως είναι άλλου παπά ευαγ-γέλιο. Γιατί θα ’πρεπε οι Ιρλανδοί να αγωνιστούν για την Αγγλία; Τι έχει κάνει η Αγγλία γι’ αυτούς;»
«Αχ, κάθε μέρα που περνάει ακούγεσαι όλο και περισσότερο σαν τον Μπρένταν Λιντς. Νόμιζα ότι δεν θα ξανακούγαμε τέτοια λόγια από τότε που έφυγε».
Ο κύριος Μπερκ, που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα πίσω από το παράθυρο του γραφείου του, βγήκε στο δωμάτιο υπηρεσίας.
«Δεν έχει γίνει κουβέντα για επιστράτευση στην Ιρλανδία, αλλά αν γίνει, αναμένω όλοι οι σωματικά ικανοί νέοι άντρες να αναλάβουν το καθήκον τους».
«Για άκου τον κύριο Μπερκ», είπε η κυρία Μέρφι.
«Θα ήταν πάντως συναρπαστικό», σχολίασε ο νεαρός σταβλίτης. «Οτιδήποτε για να ξεφύγω από τη μονοτονία αυτού του μέρους».
Ο Άντονι τον κοίταξε.
«Τσιμπάς το δόλωμα του βασιλιά, έτσι δεν είναι; Σαν τον Ιούδα τον Ισκαριώτη!»
«Μη γίνεσαι βλάσφημος, Άντονι», τον μάλωσε η Ιμέλντα.
«Δεν πιστεύω πως ο κύριος Βαλεντάιν θα πάει», πετάχτηκε η Σάντι, «και είναι και νιόπαντρος και νέος πατέρας. Το είπα και πριν και θα το ξαναπώ. Το ’χω ξαναπεί και το ξαναλέω, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτούς τους δυο».
«Αρκετά, λοιπόν, δεσποινίς Κάναβαν», είπε ο κύριος Μπερκ.
Τελικά ο Βαλεντάιν δεν μεταπείστηκε και κατατάχθηκε στο νεοσύστατo Δεύτερο Τάγμα της Ιρλανδικής Φρουράς ως ανθυπολοχαγός. Όλη η οικογένεια και οι υπηρέτες στάθηκαν στα σκαλοπάτια του Ένισμορ για να τον αποχαιρετήσουν. Έδειχνε υπέροχος μες στο πορφυρό σακάκι της στολής του, που είχε κεντημένα διακριτικά σε σχήμα τριφυλλιού πάνω στο κολάρο. Η λαίδη Ένις έτεινε στον γιο της το ψυχρό της μάγουλο για να το φιλήσει και ο λόρδος Ένις τού έκανε μια τυπική χειραψία. Η Σοφία στάθηκε ανέκφραστη, με τον μικρό Τζούλιαν στην αγκαλιά της, ενώ η λαίδη Λουίζα παρατηρούσε τα τεκταινόμενα με μια ανεπαίσθητη ικανοποίηση στο πρόσωπό της. Οι συγκεντρωμένοι υπηρέτες κούνησαν τα χέρια τους σε χαιρετισμό καθώς η άμαξα κατέβηκε με κρότο το χαλικόστρωτο μονοπάτι προς τις πύλες της έπαυλης.
«Άλλος ένας έφυγε, λοιπόν», αναστέναξε η κυρία Ο’Λίρι, βάζοντας το χέρι της αντήλιο καθώς έβλεπε την άμαξα να απομακρύνεται.
«Έδειχνε τόσο όμορφος», είπε η Σάντι. «Θα πέθαινα αν ήταν δικός μου άντρας και έφευγε για τον πόλεμο, αλλά εκείνη απλώς στεκόταν εκεί σαν άγαλμα».
«Έλα τώρα», είπε η κυρία Ο’Λίρι. «Δεν δείχνουν όλοι τα συναισθήματά τους δημοσίως. Δεν μπορείς να ξέρεις τι σκέφτεται η δεσποινίς Σοφία, Σάντι Κάναβαν».
«Ίσως έτσι να είναι οι Αμερικανοί», συμπλήρωσε η Θέλμα.
«Θα είναι ένα φριχτό ψυχρό μέρος εδώ χωρίς εκείνον ή την αδελφή του, πάντως», είπε ο Άντονι. «Αν δεν ήταν το αγοράκι, ο Τζούλιαν», πρόσθεσε, και όχι για πρώτη φορά, «δεν θα υπήρχε καθόλου ζωή σ’ αυτό το σπίτι».
Τέλος 20ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi