ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

1914-1916

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19


«Σ’ ευχαριστώ πολύ, μπαμπά, για όλα όσα έκανες». Η Βικτόρια αποχαιρέτησε τον πατέρα της έξω από το νούμερο έξι της πλατείας Φιτζουίλιαμ.

Ο λόρδος Ένις χαμογέλασε στη μοναχοκόρη του.

«Θα μ’ ευχαριστήσεις αν βάλεις τα δυνατά σου, Βικτόρια, και αν αφιερωθείς στην εκπαίδευσή σου με τον δόκτορα Κάλεν. Είναι πολύ γενναιόδωρο από μέρους του που σε αναλαμβάνει».

Η Βικτόρια έγειρε το κεφάλι της.

«Ναι, το ξέρω, μπαμπά, και υπόσχομαι να δουλέψω σκληρά».

Ο λόρδος Ένις έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Η Βικτόρια παρατήρησε πως τα μάτια του ήταν υγρά και τεντώθηκε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνος τραβήχτηκε, δείχνοντας κάπως αμήχανος.

«Έλα, έλα, Βικτόρια. Πρέπει να πηγαίνω τώρα. Μην ξεχάσεις να γράψεις στη μαμά σου».

Και μ’ αυτά τα λόγια φώναξε τον οδηγό του και ανέβηκε πάνω στην άμαξα. Η Βικτόρια την παρατηρούσε καθώς απομακρυνόταν προς την οδό Σάκβιλ, φαντάζοντας παλιομοδίτικη και κάπως παράταιρη ανάμεσα στα ηλεκτρικά τραμ. Όπως κι ο μπαμπάς, αναλογίστηκε, που μένει προσκολλημένος στις παλιομοδίτικες συνήθειες του παρελθόντος.

Χασομέρησε στο πεζοδρόμιο ώσπου η άμαξα εξαφανίστηκε. Τότε ένας ξαφνικός και απρόσμενος φόβος την κατέλαβε. Έβαλε τα δυνατά της για να τον κατευνάσει, αλλά χωρίς την υπόσχεση για τη συντροφιά της Ρόζι ένιωθε απόλυτα και οικτρά μόνη. Η ανανέωση της φιλίας τους ήταν αυτό για το οποίο ανυπομονούσε περισσότερο ερχόμενη στο Δουβλίνο, και αυτή η ελπίδα είχε χαθεί. Δεν μπορούσε να δει πώς θα γινόταν να διορθωθούν τα πράγματα τώρα.

Άφησε τις σκέψεις της να επιστρέψουν στην επίσκεψή της στη Ρόζι στο Φόλεϊ Κορτ, παρότι οι αναμνήσεις από τις εικόνες και τις οσμές εκείνου του μέρους τής έφερναν αναγούλα. Η Σελίν την είχε προειδοποιήσει ότι η Μπρίντι ζούσε σε μια φτωχογειτονιά του Δουβλίνου, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη για την εξαθλίωση και την απόγνωση που θα έβρισκε εκεί. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να συγκρατήσει τη ναυτία που της ερχόταν. Η αρχική της ευφορία για το ανακτημένο θάρρος της να συναντήσει τη Ρόζι είχε αρχίσει να υποχωρεί. Καταλάβαινε ότι ο ανταγωνισμός της Ρόζι απέναντί της προερχόταν από ντροπή, αλλά και πάλι τα λόγια της παλιάς της φίλης την είχαν πληγώσει.

Για μια στιγμή ευχήθηκε να βρισκόταν στην ασφάλεια του Ένισμορ όπου ήταν προστατευμένη από τις ιδιοτροπίες του κόσμου. Έπιασε τον εαυτό της να λαχταρά την προστασία από την οποία τόσο πρόσφατα είχε νιώσει να ασφυκτιά. Άρχισε να αμφισβητεί την ικανότητά της να επιβιώσει στον πραγματικό κόσμο έξω από εκείνη τη γλυκιά φυλακή στην οποία μεγάλωσε. Αναστενάζοντας, πέρασε την μπροστινή πόρτα του σπιτιού της θείας της και την έκλεισε καλά πίσω της.

Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε το Ένισμορ, τότε που έπαιζε στον κήπο με τη Ρόζι ενώ ο ήλιος έλαμπε από πάνω τους. Ο Βαλεντάιν ήταν κοντά τους και γελούσε. Ξαφνικά τρεχοβολούσε στο υπνοδωμάτιό της, δείχνοντας καινούργια φουστάνια στη Ρόζι, ενθουσιασμένη με την προοπτική της πρώτης της Σεζόν. Τώρα όμως η Ρόζι έκλαιγε. Πέρασε το ένα της χέρι πάνω στον ώμο της για να την παρηγορήσει, αλλά η Ρόζι την έσπρωξε και το ’βαλε στα πόδια. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω της φωνάζοντας το όνομά της, αλλά η Ρόζι δεν γύρισε να κοιτάξει. Ύστερα βρέθηκε πάλι να κάθεται στον κήπο, αυτή τη φορά με τον Μπρένταν, να τον φιλά παθιασμένα, αλλά στη μέση του φιλιού εκείνος σηκώθηκε και έφυγε μακριά της.

Ξύπνησε πριν από την αυγή, εξαντλημένη από τα όνειρά της και με τα μάτια πρησμένα, και για μια στιγμή δεν ήταν σίγουρη πού βρισκόταν. Έπειτα θυμήθηκε. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Έπρεπε να εστιάσει το μυαλό της στο μέλλον. Σήμερα θα ξεκινούσε δουλειά ως εκπαιδευόμενη εθελόντρια νοσοκόμα στην κλινική του δόκτορα Κάλεν. Δεν είχε ιδέα τι είδους νοσοκόμα θα γινόταν, αλλά ήταν αποφασισμένη να βάλει τα δυνατά της. Ήλπιζε ότι η θέα του αίματος και η αίσθηση του πόνου δεν θα αποδυνάμωναν την αποφασιστικότητά της να επιτύχει.

Πιστή στην υπόσχεσή της προς τον πατέρα της, αφοσιώθηκε με ζήλο στα νέα της καθήκοντα. Η νοσοκόμα που την εκπαίδευε ήταν αυστηρή αλλά ευγενική, και η φυσική ευγένεια της Βικτόριας κέρδισε τη συμπάθεια των ασθενών. Αγωνιούσε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα, αλλά σύντομα άρχισε να πλήττει με τις κυρίες της καλής κοινωνίας και τις κόρες τους, των οποίων τα εκλεπτυσμένα παράπονα για νευρικές κρίσεις, πεπτικές διαταραχές, κόπωση και τα σχετικά κατέκλυζαν το ιατρείο του δόκτορα Κάλεν.

Άρχισε να νιώθει απογοήτευση καθώς συνειδητοποιούσε πως ενώ δεν βρισκόταν πια στο Ένισμορ, παρέμενε εγκλωβισμένη στους ίδιους κοινωνικούς κύκλους όπως πριν. Η μόνη ευπρόσδεκτη αλλαγή ήταν η ελευθερία να πηγαινοέρχεται στο σπίτι της λαίδης Μάριαν χωρίς συνοδό – ζήτημα για το οποίο είχε επιμείνει περισσότερο. Έπρεπε να παλέψει για να ανακτήσει το θάρρος της.

«Δεν είμαι πλέον παιδί, θεία Μάριαν. Ήρθα στο Δουβλίνο για να βρω την ανεξαρτησία μου και να μάθω μια δουλειά που εν καιρώ μπορεί να με βοηθήσει να βγάζω το ψωμί μου μόνη μου. Νόμιζα ότι αυτό είναι κάτι που εσύ ενθάρρυνες».

«Μα το ενθαρρύνω, αγαπητή μου. Είμαι ξεκάθαρα υπέρ των σύγχρονων νεαρών γυναικών που ανεξαρτητοποιούνται. Το πρόβλημα όμως είναι ότι εγώ έχω την ευθύνη σου. Και δεν έχεις συναίσθηση των κρυμμένων κινδύνων μιας πόλης σαν το Δουβλίνο. Αν κάτι συνέβαινε…»

«Θα αναλάβω πλήρως την ευθύνη για την προσωπική μου ασφάλεια», τη διέκοψε η Βικτόρια.

Η θεία Μάριαν έβγαλε έναν αναστεναγμό παραίτησης.

«Ντ’ ακόρ, Βικτόρια. Βλέπω πως σκοπεύεις να κάνεις το δικό σου. Δεν θα παρέμβω».

Τέλος 19ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi