KΕΦΑΛΑΙΟ 18
Το Δουβλίνο έσφυζε από συζητήσεις για τον πόλεμο. Πολλοί νέοι άντρες ανυπομονούσαν να καταταγούν στον Βρετανικό Στρατό, και όχι όλοι τους για πατριωτικούς λόγους. Μια θητεία στον στρατό πρόσφερε σταθερή αμοιβή και τη δυνατότητα για περιπέτειες σε ξένες χώρες. Ο Μάικο απέρριψε την ιδέα. Oι απεργίες του Δουβλίνου έλαβαν τέλος και ο Μάικο επέστρεψε στη δουλειά στον φούρνο Μπόλαντ. Η Ρόζι απολύθηκε. Δεν είχε αποκαλύψει ποτέ στον Μάικο πού δούλευε φοβούμενη την οργή του. Επειδή δούλευε βράδια, εκείνος είχε υποθέσει ότι άκουσε τη συμβουλή του και έγινε πόρνη στην οδό Σάκβιλ. Η Ρόζι τον άφησε να το πιστεύει, υπομένοντας τα άσεμνα σχόλιά του για το καλό της γενικής γαλήνης. Ενώ είχε αδυνατίσει επειδή έτρωγε λίγο για να μένει περισσότερο φαγητό για την Μπρίντι και την Κέιτ, η εξευγενισμένη συμπεριφορά της είχε γίνει δεύτερη φύση της και δεν μπορούσε να την καλύψει. Οι υπόλοιποι εργάτες τής φέρονταν σαν να ήταν ξένη και την κοιτούσαν με καχυποψία. Έβαζε τα δυνατά της να αγνοήσει τα πειράγματά τους. Άξιζε τον κόπο να τους ανεχτεί για το καλό της Μπρίντι. Για όλους αυτούς τους λόγους η δουλειά τής είχε κάνει καλό, δίνοντάς της την αίσθηση ότι είχε βρει κάποιον σκοπό.
«Δεν θα καταταγώ για να τσιμπήσω το δόλωμα του βασιλιά», δήλωσε, «και καταριέμαι όσους το κάνουν».
Η Ρόζι αναρωτήθηκε αν ο Βαλεντάιν θα καταταγόταν όταν ερχόταν ο καιρός. Πάντοτε έκανε λόγο για την υποχρέωση του καθήκοντος. Τώρα όμως είχε γυναίκα και παιδί, και ήταν ο μόνος επιζών γιος των Μπελ. Απώθησε τη σκέψη. Στο κάτω κάτω, είχε τις δικές της έγνοιες, μια και είχε χάσει πάλι τη δουλειά της. Προσπάθησε να φανταστεί τις επιλογές της, αλλά συνειδητοποίησε πως δεν είχε καμία. Είχε αγνοήσει τις προσκλήσεις της λαίδης Μάριαν να πάει να τη δει. Η λαίδη είχε πει πως ήθελε να τη βοηθήσει, αλλά ύστερα από την τελευταία ταπείνωση, πώς θα μπορούσε η Ρόζι να την εμπιστευτεί ξανά;
Ένα βράδυ στα τέλη του Απρίλη, ύστερα από μια μακρά ημέρα αναζήτησης δουλειάς, η Ρόζι σύρθηκε πάλι στο Φόλεϊ Κορτ και ανέβηκε εξουθενωμένη τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε στήλη άλατος. Εκεί, καταμεσής του δωματίου, στεκόταν η Βικτόρια και η υπηρέτρια της λαίδης Μάριαν, η Σελίν. Είδε ότι το σοκ της Βικτόριας ήταν ανάλογο με το δικό της. Η Ρόζι δεν ήξερε αν έφταιγε η εξάντληση, η ντροπή ή η εντυπωσιακή ομοιότητα της Βικτόριας με τον αδελφό της, αλλά ένας καυτός θυμός φούντωσε μέσα της στη θέα της παλιάς της φίλης.
«Τι θέλεις;» ρώτησε.
Η Ρόζι είχε συναίσθηση πως το φουστάνι της ήταν κουρελιασμένο, το πρόσωπό της λεπτό και καταβεβλημένο και είχε μια αύρα απόγνωσης, αλλά παρ’ όλα αυτά πρόβαλε πεισματάρικα το πιγούνι της και κοίταξε επίμονα τη Βικτόρια.
«Σε ρώτησα τι θέλεις», είπε πάλι.
Η Βικτόρια έκανε μια νευρική κίνηση με το τσαντάκι της.
«Ήρθα να σε δω, Ρόζι», είπε, και ύστερα, κοιτάζοντας γύρω στο δωμάτιο: «Υπάρχει κάποιο μέρος να πάμε;»
Το πείσμα της Ρόζι μεγάλωσε.
«Ό,τι θέλεις να πεις μπορείς να το πεις εδώ, μπροστά στην Μπρίντι».
Η Μπρίντι είχε πάρει την Κέιτ και είχε μετακινηθεί σε μια γωνία του δωματίου. Ο Μάικο δεν ήταν στο σπίτι, γεγονός για το οποίο η Ρόζι ήταν ευγνώμων. Ένιωσε ένα ρίγος ευχαρίστησης με την εμφανή αμηχανία της Βικτόριας. Η Σελίν ήταν ανέκφραστη, αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στο Φόλεϊ Κορτ. Η Βικτόρια κοίταξε τριγύρω για να καθίσει κάπου και η Μπρίντι καθάρισε βιαστικά τη μοναδική καρέκλα. Η Βικτόρια κάθισε επιφυλακτικά. Η Ρόζι έκλεισε την πόρτα πίσω της και στηρίχτηκε πάνω της.
«Αν έχεις έρθει για να μου πεις πάλι για τη θεία σου που θέλει να με βοηθήσει, χάνεις τον χρόνο σου. Της είπα ήδη όχι».
Το πρόσωπο της Βικτόριας χλόμιασε.
«Ε… εγώ ήρθα για να σου πω τα καλά νέα, Ρόζι. Ήρθα στο Δουβλίνο μόνιμα. Θα εκπαιδευτώ στη νοσηλευτική». Έκανε μια παύση και κοίταξε χαμηλά τα γόνατά της. «Ήλπιζα πως θα χαρείς να με δεις».
Ο θυμός της Ρόζι κάπως κόπασε καθώς κοιτούσε το ειλικρινές πρόσωπο της Βικτόριας.
«Και γιατί έπρεπε να έρθεις στο Δουβλίνο;» ρώτησε. «Ήταν δική σου απόφαση;»
Ένα ανεπαίσθητο κοκκίνισμα απλώθηκε στο πρόσωπο και στον λαιμό της Βικτόριας.
«Όχι ακριβώς», είπε. «Χάρηκα όμως με τη δικαιολογία». Δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα πήρε βαθιά ανάσα. «Θυμάσαι τον Μπρένταν Λιντς;»
«Τον λακέ; Ναι».
«Λοιπόν, γίναμε φίλοι. Αλλά ο μπαμπάς και η μαμά το έμαθαν και επέμεναν να με στείλουν μακριά. Κανόνισαν να έρθω στο Δουβλίνο».
Η Ρόζι κατάλαβε πως είχε συμβεί κάτι παραπάνω.
«Τι εννοείς “φίλοι”;»
Η Βικτόρια κοκκίνισε και πάλι.
«Ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Άρχισε να μου αρέσει πολύ. Κι εγώ σ’ αυτόν. Και τότε εκείνη η ανακατώστρα η Ιμέλντα Φοξ μάς είδε να φιλιόμαστε στον κήπο και…»
«Τι έγινε με τον Μπρένταν;»
«Τον απέλυσαν», είπε η Βικτόρια ψιθυριστά.
Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή και τότε η οργή της Ρόζι ξέσπασε σαν αστραπόβροντο στο δωμάτιo.
«Για τ’ όνομα του Θεού, τι συμβαίνει μ’ εσένα και τους ομοίους σου; Δεν βλέπετε πως άνθρωποι σαν εμένα και τον Μπρένταν είναι πραγματικοί άνθρωποι και όχι τα παιχνιδάκια σας για να μας παρατάτε μόλις κάνετε τη δουλειά σας; Βγες έξω τώρα! Δεν θέλω να έχω παρτίδες με την οικογένεια Μπελ πλέον. Δεν θα εμπιστευτώ ξανά κανέναν σας».
Η Ρόζι τρέμοντας άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
«Σε παρακαλώ, Ρόζι», είπε η Βικτόρια. «Σε παρακαλώ, μη με απορρίπτεις. Δεν έχω κάνει κάποιο λάθος. Τον αγάπησα».
«Όπως αγάπησε εμένα ο Βαλεντάιν;»
Η Βικτόρια κοίταξε γύρω με απόγνωση.
«Σε παρακαλώ, Ρόζι», είπε πάλι. «Έχω ανάγκη τη φιλία σου. Διακινδύνευσα ακόμα και να έρθω σε αυτό εδώ το μέρος για να σε βρω».
Αυτό ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να πει η Βικτόρια. Ακόμα και η Μπρίντι ένιωσε τον κίνδυνο καθώς έσπευσε να συγκρατήσει την αδελφή της.
«Δεν εννοεί κάτι μ’ αυτό, Ρόζι. Άσ’ τη να φύγει».
Η Ρόζι κοίταξε μια την αδελφή της και μια τη Βικτόρια κι έπειτα ολόγυρα το δωμάτιο, παρατηρώντας τη σκηνή μέσα από τα μάτια της παλιάς της φίλης. Και βέβαια η Βικτόρια είχε νιώσει αηδία με όσα είχε δει. Και η ίδια άλλωστε δεν είχε νιώσει το ίδιο όταν πρωτοήρθε στο Φόλεϊ Κορτ; Το μόνο όμως που είχαν καταφέρει τα λόγια της Βικτόριας ήταν να τονίσουν πόσο διαφορετικοί ήταν οι κόσμοι τους. Συγκράτησε τις άσχημες κουβέντες που ήταν έτοιμη να ξεστομίσει προς τη Βικτόρια. Τι ωφελούσε να την επικρίνει για την ειλικρίνειά της;
Άνοιξε την πόρτα περισσότερο και έβγαλε το χέρι της δείχνοντας προς τον διάδρομο.
«Καλά θα κάνετε να φύγετε τώρα», είπε. «Κι οι δυο σας».
Η Ρόζι περίμενε ότι η Βικτόρια θα ξεγλιστρούσε μ’ ένα σωρό απολογίες, όπως έκανε συνήθως ύστερα από τέτοιες διενέξεις. Αυτή τη φορά όμως έκανε λάθος. Η Βικτόρια σηκώθηκε αλλά δεν κινήθηκε. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση περιφρόνησης, την οποία η Ρόζι δεν είχε ξαναδεί.
«Για όνομα του Θεού!» άρχισε η Βικτόρια. «Δεν μπορείς να αφήσεις τα περασμένα να παραμείνουν περασμένα; Σταμάτα να με κατηγορείς για όλα όσα σου έκαναν η οικογένειά μου και η κοινωνία. Δεν είμαι η μητέρα μου ούτε ο αδελφός μου ή η θεία μου, τους οποίους όλους ορθώς κατηγορείς ότι σου φέρθηκαν άσχημα. Είμαι η Βικτόρια και είμαι η μοναδική σου φίλη. Και κουράστηκα να σου απολογούμαι».
Η Ρόζι άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Βικτόρια της έπιασε το χέρι.
«Δεν είμαστε πια παιδιά και πρέπει να αποδεχτούμε τις ζωές μας ως έχουν. Ναι, έχεις υποφέρει, αλλά κι εγώ το ίδιο, με τρόπους που ποτέ δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις. Έχουμε υπάρξει κι οι δυο φυλακισμένες της τάξης μας. Τι ωφελεί όμως να μένουμε κολλημένες στο παρελθόν; Στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε το μέλλον μας. Αν επιμένεις να αναμασάς όλα τα άσχημα που σου έχουν συμβεί, το μόνο που θα πετύχεις είναι να καταστρέψεις οποιαδήποτε ευκαιρία έχει η φιλία μας για να επιβιώσει. Η απόφαση είναι δική σου, Ρόζι».
Και μ’ αυτά τα λόγια η Βικτόρια βγήκε έξω από το δωμάτιο, με τη Σελίν να την ακολουθεί, αφήνοντας τη Ρόζι και την Μπρίντι να την κοιτούν αποσβολωμένες.
Μόλις έφυγαν η Βικτόρια και η Σελίν, η Ρόζι κατέρρευσε στην καρέκλα. Η Μπρίντι την κοιτούσε σιωπηλή και η Ρόζι ένιωσε το δωμάτιο να την πνίγει. Άρχισε να ιδρώνει και συγκράτησε ένα αίσθημα ναυτίας που της ανέβηκε στον λαιμό. Έπρεπε να βγει έξω. Ξαφνικά, χωρίς να πει τίποτα, πετάχτηκε έξω από την πόρτα. Κατέβηκε δυο δυο τα βρομερά σκαλιά και, αγνοώντας τις φωνές των γυναικών στα σκαλοπάτια της εισόδου, έτρεξε γύρω από το Φόλεϊ Κορτ και γύρω από τη γωνία. Έτρεξε ώσπου έφτασε στην οδό Σάκβιλ και, χωρίς καμιά σκέψη για το πού να πάει, συνέχισε μέχρι που έφτασε στον ποταμό Λίφι.
Μονάχα όταν ανέβηκε στη γέφυρα Ο’Κόνελ αφέθηκε να ηρεμήσει. Έσκυψε παλεύοντας να ανακτήσει την ανάσα της, που έβγαινε σε κοφτά κύματα. Πλησίασε ένα κοντινό παγκάκι και σωριάστηκε εκεί. Ένιωσε το είναι της –τη Ρόζι που είχε υπάρξει κάποτε– να λιγοστεύει, τα αισθήματά της να ισοπεδώνονται όπως η ζύμη του ψωμιού κάτω από το χέρι της μητέρας της – με όλο τον αέρα να βγαίνει από μέσα τους.
Οι περαστικοί την κοιτούσαν σαν να ήταν μία από εκείνες τις γυναίκες με τα κουρελιασμένα σάλια που παρατάσσονταν στη γέφυρα ζητιανεύοντας. Κάθισε ακίνητη, με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται το πέρασμα του χρόνου, χαμένη σε εικόνες από το παρελθόν της – τη σχολική αίθουσα στο Ένισμορ, τον αποχαιρετισμό της στη Βικτόρια όταν εκείνη έφευγε για το Δουβλίνο για πρώτη φορά, το πρώτο φιλί του Βαλεντάιν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ύστερα αναδύθηκαν πιο πρόσφατες αναμνήσεις – ο εξευτελισμός της στη χοροεσπερίδα στο «Μέτροπολ», η τελευταία της συνάντηση με τον Βαλεντάιν και η σημερινή της αντιπαράθεση με τη Βικτόρια. Αναστέναξε. Ο τελευταίος της δεσμός με τους Μπελ είχε σπάσει. Δεν βρισκόταν πλέον μετέωρη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ήταν λες και όλες εκείνες οι αναμνήσεις είχαν σβήσει και προσγειωνόταν τώρα απότομα στον κόσμο τον οποίο είχε εγκαταλείψει όταν ήταν οκτώ χρονών.
Η μυρωδιά από φτηνό άρωμα άρχισε να την πνίγει και σήκωσε το κεφάλι της. Δύο γυναίκες είχαν σκύψει από πάνω της, τα βαμμένα τους πρόσωπα ήταν τόσο κοντά που μπορούσε να μυρίσει τα βρομερά χνότα τους. Η μία την άρπαξε από το μπράτσο, με τα νύχια της να τρυπάνε το μανίκι της και να χώνονται στη σάρκα της.
«Τράβα από δω, παλιοπουτάνα!» μούγκρισε. «Ποιος σου είπε πως μπορείς να κάθεσαι εδώ;»
Η Ρόζι κοίταξε τη γυναίκα κι έπειτα τη συντρόφισσά της, που στεκόταν δίπλα της με τα χέρια στη μέση και την αγριο-κοίταζε. Συνειδητοποίησε αμέσως ότι ήταν Δουβλινέζες πόρνες και ότι εκείνη καθόταν στο παγκάκι που θεω-ρούσαν δικό τους. Ήξερε από τους πολλούς περιπάτους της στην πόλη ότι οι πόρνες οριοθετούσαν τις πιάτσες τους και τις υπερασπίζονταν με μένος από τις νεοφερμένες. Στο παρελθόν ίσως να είχε αρνηθεί να μετακινηθεί, αλλά απόψε ήταν εξαντλημένη. Έκανε να σηκωθεί, αλλά οι δύο γυναίκες όρμησαν πάνω της και άρχισαν να τη γρονθοκοπούν με τις βρισιές τους να ζεσταίνουν την παγωμένη ατμόσφαιρα.
«Ελάτε, ελάτε τώρα, κυρίες μου. Είναι αυτή συμπεριφορά;»
Μια βαθιά, βροντερή αντρική φωνή διαπέρασε την ατμόσφαιρα και οι γυναίκες σταμάτησαν τον καβγά τους και γύρισαν να δουν. Η Ρόζι ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να διακρίνει τον άντρα που μίλησε. Ήταν ψηλός, με φαρδιούς ώμους, γωνιώδες πρόσωπο και μακριά καστανά μαλλιά. Φορούσε ένα μακρύ, σκούρο πανωφόρι, που ανέμιζε ανοιχτό καθώς τις πλησίαζε. Τον έκανε γύρω στα σαράντα και κάτι.
«Σίγουρα υπάρχει μπόλικος χώρος για όλες σας στο Δουβλίνο. Δεν χρειάζεται να χτυπάτε η μία την άλλη! Δίνετέ του τώρα!»
Οι δυο γυναίκες κοίταξαν μια αυτόν και μια τη Ρόζι προτού φύγουν μακριά αγκαζέ. Η Ρόζι έκανε να φύγει επίσης, αλλά ο άντρας τής έπιασε το χέρι.
«Γιατί τόση βιάση, γλυκιά μου; Δεν είναι δα και τόσο αργά».
Η Ρόζι αναγνώρισε την προφορά της κομητείας Μάγιο αμέσως.
Την τράβηξε δίπλα του στο παγκάκι.
«Κάθισε κάτω, αγάπη. Σίγουρα θα απολαύσω τη συντροφιά σου. Είναι μοναχικά εδώ μερικές φορές, κι ας είναι οι δρόμοι τίγκα στον κόσμο».
Η Ρόζι σηκώθηκε.
«Δεν είμαι πόρνη, αν αυτό έχεις στον νου σου», άρχισε μαζεύοντας δύναμη από την οργή της για τον υπαινιγμό του. «Θα βρεις μπόλικες απ’ αυτές που ψάχνεις πέρα, στην οδό Σάκβιλ. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι ν’ ακολουθήσεις τις δύο που έδιωξες».
Ο άντρας έβγαλε ένα δυνατό χάχανο γέρνοντας πίσω το κεφάλι του.
«Α, λοιπόν, εδώ έχουμε μια γυναίκα από το Μάγιο, αν δεν απατώμαι. Και μάλιστα μια καλή».
Η Ρόζι αιφνιδιάστηκε λίγο που αναγνώρισε την προφορά της τόσο γρήγορα. Ανασήκωσε τους ώμους. Χαμένος τόσος κόπος από τη λαίδη Μάριαν και τη λαίδη Λουίζα για να την κάνουν να αποβάλει την επαρχιώτικη προφορά της.
Εκείνος σηκώθηκε και υποκλίθηκε.
«Κάθαλ Ο’Μάλεϊ, στις υπηρεσίες σας, δεσποινίς. Πρόσφατα αφιχθείς από την υπέροχη πόλη της κομητείας του Μάγιο, Ουέστ-πορτ, στις ακτές του Ατλαντικού. Δεν θα καθίσετε να κουβεντιάσετε λιγάκι μ’ έναν πλάνητα σαν κι εσάς;»
Η Ρόζι τον περιεργάστηκε. Ήταν όμορφος για την ηλικία του, και κάτι στη βαθιά, απαλή προφορά του και στη συμπεριφορά του τη γοήτευε. Νιώθοντας ξαφνικά αμηχανία, ίσιωσε το φουστάνι της και έσπρωξε τις ατίθασες μπούκλες της κάτω από το καπέλο της. Μπορεί να μην ήταν καμιά καλλονή, σκέφτηκε, αλλά τουλάχιστον έδειχνε αξιοπρεπής. Αν η Ρόζι όμως μπορούσε να δει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια των άλλων, δεν θα είχε ποτέ αμφισβητήσει την ομορφιά της.
Κάθισε στο παγκάκι ξανά και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του.
«Ροϊσίν Κιλίν, από το χωριό του Ένις στην κομητεία Μάγιο», συστήθηκε.
Της έσφιξε το χέρι και κάθισε δίπλα της.
«Χάρηκα για τη γνωριμία, Ροϊσίν Νταβ».
Η Ρόζι ξαφνιάστηκε.
«Ο μπαμπάς μου με αποκαλούσε έτσι», είπε χωρίς σκέψη.
Εκείνος έγειρε πίσω στο παγκάκι, τέντωσε τους δυνατούς του μηρούς και σταύρωσε στους αστραγάλους τα πόδια του που ήταν κλεισμένα σε δερμάτινες μπότες. Τα χέρια του ακουμπούσαν στα πόδια του. Η Ρόζι παρατήρησε πως ήταν κομψά και περιποιημένα, σε αντίθεση με τη στιβαρή εμφάνισή του.
«Το Ένις;» είπε. «Το ξέρω το μέρος καλά. Υπάρχει ένα ωραίο μεγάλο σπίτι εκεί που το λένε Ένισμορ. Θα το ξέρεις, φαντάζομαι».
«Το ξέρω», είπε η Ρόζι καθώς μαζεύτηκε ελαφρά στο άκουσμα του ονόματος.
«Και τι σε φέρνει στο Δουβλίνο;»
Η Ρόζι δίστασε.
«Η αδελφή μου είναι άρρωστη. Ήρθα να τη βοηθήσω».
«Έχει πάει στον γιατρό;»
«Στο δημόσιο νοσοκομείο μόνο».
«Α, στην Ένωση. Το ξέρω καλά».
Βυθίστηκε στη σιωπή για μια στιγμή. Η Ρόζι δεν μπορούσε να συγκρατήσει την περιέργειά της.
«Κι εσύ;»
Εκείνος φάνηκε να επιστρέφει από μια μακρινή σκέψη.
«Εγώ; Α, μεγάλη ιστορία. Πολύ μεγάλη για να την πούμε εδώ σ’ ένα παγωμένο παγκάκι».
Γύρισε και την κοίταξε, μ’ ένα χαμόγελο να παίζει στα χείλη του. Για μια στιγμή ένιωσε να δυσκολεύεται να αποστρέψει το βλέμμα της από εκείνον. Τότε ήχησε συναγερμός μες στο κεφάλι της και επανήλθε στον απότομο τρόπο της.
«Σου το είπα ήδη, κύριε Ο’Μάλεϊ, δεν είμαι ο τύπος της γυναίκας που κρατάει παρέα σε άντρες τις νύχτες».
Έγειρε πίσω το κεφάλι του και γέλασε ξανά.
«Ναι, το έκανες πολύ σαφές, Ροϊσίν Νταβ. Και δεν είχα πρόθεση να σε προσκαλέσω σε μια αμαρτωλή βραδιά μαζί μου. Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να διαφθείρω ένα αξιαγάπητο κορίτσι από το Μάγιο σαν κι εσένα».
Η Ρόζι σηκώθηκε.
«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Καληνύχτα, κύριε Ο’Μάλεϊ».
Εκείνος σηκώθηκε και υποκλίθηκε, εξακολουθώντας να χαμογελά πλατιά. Έσφιξε το χέρι της. Και πάλι η Ρόζι εντυπωσιάστηκε από την απαλότητα των χεριών του.
«Καληνύχτα, Ρόζι Κιλίν», είπε. «Ίσως οι δρόμοι μας να ανταμώσουν ξανά».
«Αμφιβάλλω», τον αποπήρε εκείνη.
Στον δρόμο της επιστροφής προς το Φόλεϊ Κορτ, η Ρόζι σκεφτόταν τη συνάντηση αυτή. Κάτι πάνω στον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ είχε τραβήξει το ενδιαφέρον της. Ήταν σίγουρη πως την είχε περάσει για πόρνη, μα όταν εκείνη διαμαρτυρήθηκε αυτός την αντιμετώπισε με χάρη, παρότι αστειεύ-τηκε λιγάκι. Ίσως να ήταν η σχέση του με το Μάγιο που την είχε τραβήξει σ’ αυτόν. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο αποζητούσε μια σύνδεση με την πατρίδα της.
Μια αίσθηση να βρει ξανά νόημα σε όσα έκανε άρχισε να τη διαπερνά ενώ περπατούσε. Ήταν χαρούμενη που τον είχε βάλει στη θέση του. Όσο χαμηλά κι αν έπεσε, ήξερε πως δεν θα έμενε σκυμμένη, με το κεφάλι κάτω. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να τη χρησιμοποιήσουν ξανά. Ένιωσε μια νέα αποφασιστικότητα να την κατακλύζει. Η Βικτόρια είχε δίκιο – είχε την ευκαιρία τώρα να πλάσει το μέλλον της. Από δω και στο εξής θα έπαυε να είναι θύμα. Δεν θα επέτρεπε πλέον στους ευγενείς να της δώσουν δώρα, μόνο και μόνο για να τ’ αρπάξουν μέσα από τα χέρια της μετά. Θα έπαιρνε εκείνη τη ζωή της στα χέρια της. Δεν θα υπέβαλε ποτέ ξανά τον εαυτό της στις ταπεινώσεις που είχε βιώσει στα χέρια των ευγενών. Το νεαρό ονειροπόλο κορίτσι από την επαρχία με τα ρομαντικά όνειρα δεν υπήρχε πια.
Τέλος 18ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi