ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
«Δεν θέλω τα αφτιά των αργόσχολων απέξω να κρυφακούσουν τη συζήτησή μας», είπε.Το επόμενο απόγευμα η οικογένεια Μπελ, εκτός από τον Βαλεντάιν που απουσίαζε για κτηματομεσιτικές εργασίες, συγκεντρώθηκε μετά το δείπνο στη βιβλιοθήκη. Μολονότι το δωμάτιο ήταν αποπνικτικά ζεστό, η λαίδη Ένις είχε απαγορεύσει στον κύριο Μπερκ να ανοίξει τα παράθυρα.
Η Βικτόρια κάθισε σε μια δερμάτινη καρέκλα δίπλα από το τραπέζι παιχνιδιών. Τα χέρια της ήταν υγρά κι ένα ρυάκι ιδρώτα κυλούσε στο πίσω μέρος του λαιμού της. Δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα επακολουθούσε. Τα πρώτα σημάδια ύπαρξης προβλήματος ήταν η απουσία του Μπρένταν από το δείπνο. Η Σάντι Κάναβαν είχε αναλάβει να βοηθήσει τον κύριο Μπερκ να σερβίρει. Η Βικτόρια είχε αντιληφθεί το ύπουλο μειδίαμά της καθώς σέρβιρε σούπα στο πιάτο της. Το δείπνο ήταν μίζερο. Η μητέρα της και η θεία της απέφευγαν να την κοιτάξουν, και ο πατέρας της κατέβαζε περισσότερο κρασί απ’ ό,τι συνήθως. Κανένας δεν μιλούσε. Η Σοφία κοιτούσε σαστισμένη, αλλά τελικά ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους και συγκεντρώθηκε στο φαγητό της. Όταν καθάρισε και το τελευταίο πιάτο, ο λόρδος Ένις σηκώθηκε σκυθρωπός και ζήτησε από όλους να τον συναντήσουν στη βιβλιοθήκη. Ο κύριος Μπερκ τον ακολούθησε με μπράντι και σέρι, τα οποία σέρβιρε κι έπειτα εξαφανίστηκε, χωρίς να του το ζητήσει κανείς.
Ο λόρδος Ένις στάθηκε μπροστά στο τζάκι και κοίταξε γύρω του. Η Βικτόρια κράτησε την ανάσα της.
«Δεν ξέρω καν από πού να ξεκινήσω», είπε, «καθώς είναι τόσο ενοχλητικά τα νέα που έφτασαν στ’ αφτιά μου».
Η σύζυγός του έβγαλε έναν χαμηλό αναστεναγμό, τον οποίο εκείνος αγνόησε. Αντ’ αυτού, έστρεψε το βλέμμα του απευθείας στη Βικτόρια.
«Ένας πατέρας περιμένει από τους γιους του να τον απογοητεύουν πού και πού. Είναι μέρος της διαδικασίας ενηλικίωσής τους και της επιβολής τους ως αντρών. Αμφισβητούν τους κανόνες. Ένας Θεός ξέρει πόσο συχνά το έχει κάνει ο Βαλεντάιν. Ένας πατέρας όμως δεν περιμένει η μοναχοκόρη του να συμπεριφερθεί με τρόπο τόσο ατιμωτικό που τα ατοπήματα των γιων του να φαίνονται πταίσματα. Δεν με απογοήτευσες απλώς, Βικτόρια, με πλήγωσες βαθιά».
Η Βικτόρια ζάρωσε. Κατά βάθος ήξερε τι εννοούσε, αλλά με μια ισχνή ελπίδα πως μπορεί να έκανε λάθος αποτόλμησε την ερώτηση.
«Τι έκανα, μπαμπά;»
Η λαίδη Ένις, μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο, ξέσπασε.
«Ξέρεις πάρα πολύ καλά τι έκανες, Βικτόρια! Προσπάθησα να παραβλέψω την απειθαρχία σου τους τελευταίους δώδεκα μήνες – το σκανδαλώδες ντύσιμό σου, την αγένειά σου προς εμένα και τους καλεσμένους μας, την κατήφειά σου. Τα απέδωσα στην απογοήτευσή σου που δεν έχεις ακόμη εξασφαλίσει έναν άντρα και στη μοναξιά σου που δεν έχεις παρέα της ηλικίας σου». Έκανε μια παύση και αναστέναξε δραματικά. «Προσπάθησα να μπω στη θέση σου και να δείξω υπομονή μαζί σου. Αλλά αυτό… αυτό… δεν μπορώ καν να βρω τις λέξεις να το αρθρώσω».
Η σύγχυση της Βικτόριας φούντωσε. Ήθελε να φέρει τη μητέρα της στην αμήχανη θέση να περιγράψει την κατηγορία της δυνατά.
«Πες μου, μαμά. Πες μου τι έκανα!»
Η λαίδη Λουίζα όμως παρενέβη.
«Για όνομα του Θεού, Βικτόρια, σταμάτα να παίζεις το αθώο παιδί. Συναναστρεφόσουν έναν λακέ μπροστά στους πάντες. Δεν είχες καν την αξιοπρέπεια να φανείς διακριτική. Σε είδαν να περιφέρεσαι μαζί του στους χώρους υπηρεσίας και στους στάβλους γλυκοκοιτάζοντάς τον σαν ξαναμμένη σκύλα, και χτες σας είδαν να φιλιέστε μέρα μεσημέρι στον κήπο. Πού αλλού βρέθηκες μαζί του και τι άλλο κάνατε δεν μπορούμε καν να το φανταστούμε».
Ο θυμός φούντωσε μέσα της. Μια έντονη παρόρμηση να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τον Μπρένταν την ώθησε να σηκωθεί όρθια.
«Πώς τολμάς να με κατηγορείς για τέτοια συμπεριφορά; Ο Μπρένταν Λιντς κι εγώ είμαστε φίλοι, και τίποτε άλλο».
Η λαίδη Ένις έβαλε το χέρι της στον λαιμό της.
«Φίλοι; Με τον λακέ;»
Η Βικτόρια την αγνόησε.
«Ποιος σου τα είπε αυτά τα ψέματα;»
«Η υπηρέτρια της μητέρας σου, η Φοξ, σας είδε μαζί σε διάφορες περιστάσεις», είπε ο λόρδος Ένις.
«Η Ιμέλντα Φοξ; Μα δεν είναι δυνατόν να την πιστεύεις. Αυτή με μισεί!»
«Ο κύριος Μπερκ το επιβεβαίωσε. Για την ακρίβεια, ήρθε αντιμέτωπος με τον εν λόγω άντρα το μεσημέρι κι εκείνος το παραδέχτηκε. Τον διώξαμε».
«Δεν μπορείς να τον απολύσεις, μπαμπά!» ούρλιαξε η Βικτόρια. «Δεν έκανε κάτι κακό. Κανείς μας δεν έκανε κάτι κακό». Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. «Δεν βλέπετε πόσο δύσκολα είναι για μένα εδώ; Νιώθω σαν φυλακισμένη. Δεν έχω κανέναν να μιλήσω. Είστε όλοι τόσο ερμητικά κλεισμένοι στις ζωές σας που δεν έχετε χρόνο για μένα! Είναι που δεν έχω δικά μου χρήματα, αλλιώς θα είχα φύγει προ πολλού».
Ο λόρδος Ένις πλησίασε την κόρη του και η φωνή του μαλάκωσε.
«Αν ήσουν τόσο δυστυχισμένη, θα έπρεπε να είχες έρθει σ’ εμένα».
«Δεν είσαι ποτέ εδώ, μπαμπά. Δεν χάνεις ευκαιρία να δραπετεύεις από αυτό το ζοφερό μέρος, και δεν σε κατηγορώ. Πίστευα ότι θα καταλάβαινες».
Σε αντίθεση με τον σύζυγό της, το ύφος της λαίδης Ένις ήταν ψυχρό.
«Η απλή δυστυχία και η πλήξη δεν σου δίνουν το ελεύθερο να εξευτελίζεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου. Τι θα σκεφτεί ο κόσμος αν μάθει γι’ αυτή σου τη συμπεριφορά;»
«Αυτό είναι όλο κι όλο που σε νοιάζει, μαμά; Τι θα πει ο κόσμος; Ε, λοιπόν, δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Ο Μπρένταν είναι καλός άνθρωπος. Εσύ όμως δεν τον βλέπεις σαν άνθρωπο. Κανένας από τους υπηρέτες δεν είναι άνθρωπος για εσένα. Δεν μετράνε ως ίσοι – δεν μετράνε ως ζωντανές ψυχές που αναπνέουν, με αισθήματα και ελπίδες και απογοητεύσεις και χαρά, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι. Μετά βίας αναγνωρίζεις την ύπαρξή τους καλά καλά. Οι μόνες στιγμές που τους παρατηρείς είναι όταν αποτυγχάνουν να σε υπηρετήσουν με κάποιον τρόπο. Η δική σου συμπεριφορά είναι εξευτελιστική, όχι η δική μου».
Η λαίδη Ένις στράφηκε προς τον σύζυγό της.
«Όλα αυτά ξεκίνησαν από εκείνη τη χωριατοπούλα, Έντουαρντ. Βλέπεις τώρα τι κακό φύτεψε στο κεφάλι αυτού του κοριτσιού και στις ζωές μας;»
«Δεν φταίει η Ρόζι», είπε η Βικτόρια. «Μην κατηγορείς εκείνη. Ήμουν εγκλωβισμένη σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής όπως κάθε κορίτσι της ηλικίας μου που πηγαίνει σε χοροεσπερίδες, ταξιδεύει στην Ευρώπη, έχει υπηρέτες. Το γεγονός ότι ήμουν μάρτυρας στο πώς της φέρθηκες στο Δουβλίνο με έκανε να δω πόσο σκληρή είσαι –και όλοι μας– με ανθρώπους σαν κι αυτήν. Και δεν θέλω ν’ ανήκω εδώ πια».
Η έκφραση της λαίδης Ένις σκλήρυνε. Κούνησε τα χέρια της ταραγμένα.
«Αυτό που έχει σημασία τώρα, Βικτόρια, είναι να σώσεις την υπόληψή σου, ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτή. Μπορείς να μην το συνειδητοποιείς, αλλά αν αυτοί οι “χαριεντισμοί” γίνουν γνωστοί, θα καταλήξεις απόβλητη της κοινωνίας».
«Μαγαρισμένη», συμπλήρωσε η λαίδη Λουίζα.
«Μην είσαι τόσο απερίσκεπτη, Βικτόρια», είπε ο λόρδος Ένις. «Τα έχουμε σκεφτεί όλα αυτά καθώς και το τι είναι καλό για σένα. Πολλές νεαρές κυρίες μιας κάποιας κοινωνικής θέσης ακολουθούν τώρα το επάγγελμα της νοσοκόμας, απ’ ό,τι μου είπαν. Το κάνουν ως μέρος της προετοιμασίας για τον πόλεμο, ο οποίος φαίνεται αναπόφευκτος. Εκπαιδεύονται πώς να φροντίζουν στρατιώτες όταν επιστρέψουν από το μέτωπο. Επομένως, αυτές οι ασχολίες θα κρίνονται κατάλληλες όσο ο πόλεμος εμμένει».
Η Βικτόρια περίμενε. Μια αχνή ελπίδα γεννήθηκε στην καρδιά της.
«Έχω έναν καλό φίλο στο Δουβλίνο, τον δόκτορα Κάλεν, ο οποίος είναι εξαίρετος γιατρός. Έχει μια μικρή αλλά εκλεκτή κλινική. Μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο σήμερα και συμφώνησε να σε αναλάβει και να σε εκπαιδεύσει. Η αδελφή μου, η λαίδη Μάριαν, συμφώνησε να μείνεις μαζί της».
Η λαίδη Ένις άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά ο σύζυγός της έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσει.
«Κανονίστηκε ήδη, Θία. Θα προσελκύσει λιγότερο την προσοχή αν η Βικτόρια μείνει με τη θεία της. Ξέρεις πώς μπορούν να φερθούν αυτές οι κυρίες της καλής κοινωνίας αν μυριστούν σκάνδαλο. Η υπόθεση αυτή πρέπει να μείνει μέσα στην οικογένεια». Γύρισε προς τη Βικτόρια. «Θα ταξιδέψεις στο Δουβλίνο μαζί μου την επόμενη Κυριακή. Θα σε τακτοποιήσω με ασφάλεια με τη λαίδη Μάριαν και τον δόκτορα Κάλεν και μετά θα φύγω για το Λονδίνο και τη Βουλή».
Η Βικτόρια έγνεψε.
«Πολύ καλά. Μπορώ να αποσυρθώ τώρα;»
«Λοιπόν, να που τώρα και η νεαρή δεσποινίς έφυγε. Το Ένισμορ θα απομείνει ένα μοναχικό μέρος με δαύτους μόνο. Αν δεν ήταν κι εκείνο το αγοράκι ο Τζούλιαν, εδώ μέσα δεν θα υπήρχε καθόλου ζωή!»
Η κυρία Ο’Λίρι κάθισε σε μια καρέκλα της κουζίνας. Μια αναπάντεχη απότομη νυχτερινή ανοιξιάτικη καταιγίδα είχε κάνει τα πόδια της να πρηστούν και της είχε δημιουργήσει μελαγχολική διάθεση. Τιμωρούσε τη νεαρή Θέλμα τόσο συχνά που η υπηρέτρια είχε απειλήσει πως θα φύγει και θα κλειστεί σε μοναστήρι. Οι υπόλοιποι υπηρέτες ήταν επίσης κατηφείς. Η Σάντι ήταν ιδιαιτέρως αναστατωμένη.
«Τώρα που έφυγε ο Μπρένταν, υποθέτω πως δεν θα πάρουν καινούργιο λακέ. Εξάλλου, η αφεντιά του ήταν αρκετά σπαγκοραμμένη για να αντικαταστήσει τον φτωχό Σον όταν πνίγηκε, ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του. Τώρα φαίνεται πως θα πρέπει να κάνω τη δουλειά δύο λακέδων, μαζί με τη δική μου, και δεν θα παίρνω δεκάρα παραπάνω γι’ αυτό».
Ο κύριος Μπερκ εμφανίστηκε πίσω της.
«Θα πρέπει να νιώθετε πως είναι τιμή σας που κάνετε κι εσείς κάτι για τον βασιλιά και τη χώρα, δεσποινίς Κάναβαν. Όπως γνωρίζετε πολύ καλά, οι κατάλληλοι νεαροί άντρες θα είναι δυσεύρετοι όταν ο πόλεμος τελειώσει. Όλα τα σπουδαία σπίτια θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα με λιγότερο προσωπικό».
Η Σάντι αγριοκοίταξε τον κύριο Μπερκ, ενώ η κυρία Ο’Λίρι γέλασε δυνατά.
«Τ’ άκουσες αυτό; Ήμασταν σκλάβοι σ’ ένα σπουδαίο σπίτι και δεν το ’ξερε κανείς μας».
Ο κύριος Μπερκ σηκώθηκε και συνοφρυώθηκε.
«Το Ένισμορ μπορεί να μην είναι τόσο σπουδαίο όσο η οικία Ουέστπορτ και οι συναφείς, κυρία Ο’Λίρι, αλλά η οικογένεια Μπελ είναι τόσο εκλεκτή όσο οποιοιδήποτε αριστοκράτες στη Μεγάλη Βρετανία».
«Ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στην Ιρλανδία και όχι στη Μεγάλη Βρετανία», πετάχτηκε ο Άντονι Ουόλς, που μόλις είχε μπει στην κουζίνα.
Ξάφνου ο κύριος Μπερκ κοπάνησε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και τα μάτια του έβγαζαν φλόγες σαν ένας άνθρωπος που είχε εξωθηθεί πέρα από τα όριά του.
«Δεν θα ανεχτώ αυτή τη συνεχή ανυποταξία όλων σας!» φώναξε. «Ένας Θεός ξέρει πως είχατε ανέκαθεν μια ροπή προς την απείθεια. Κατάφερα να διατηρήσω την τάξη κρατώντας τα ηνία. Τώρα τελευταία όμως… τελευταία η συμπεριφορά σας φτάνει στα όρια της ανυπακοής. Δεν θα δεχτώ καμία ανταρσία σε αυτό το σπίτι!»
Το προσωπικό τον κοίταζε σοκαρισμένο και σιωπηλό. Ούτε καν ο Άντονι δεν μπορούσε να δείξει τη συνήθη πνευματώδη του αντίδραση. Παρατηρούσαν τον μπάτλερ καθώς ο αέρας μες στα πνευμόνια του έμοιαζε να στερεύει, λες και η προσπάθειά του για επιβολή τού είχε πέσει βαριά. Η κυρία Μέρφι, που τον κοιτούσε από το κατώφλι, τον πλη-σίασε και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Ελάτε τώρα, κύριε Μπερκ», είπε. «Έχω οικιακά ζητήματα που χρήζουν της προσοχής σας».
Και με αυτά τα λόγια, τον οδήγησε προς το γραφείο του.
Η Σάντι άφησε έναν αναστεναγμό.
«Θα τα πιστεύατε όλα αυτά αν δεν τα βλέπατε με τα ίδια σας τα μάτια;»
Ο Άντονι κάθισε κοντά στη σόμπα και άναψε την πίπα του.
«Αχ, όλοι έχουν τις μαύρες τους εξαιτίας αυτού του καταραμένου πολέμου. Είμαστε όλοι ανήσυχοι για το θ’ απογίνουμε – ακόμα και οι ευγενείς. Η αφεντιά του και η αφεντιά της έχουν ήδη χάσει έναν γιο από πνιγμό και μπορεί να χάσουν άλλον έναν στον πόλεμο. Και οι φήμες για εξέγερση εδώ στην πατρίδα μάς περιτριγυρίζουν».
Η Ιμέλντα, που είχε μείνει σιωπηλή και ανέκφραστη όλη αυτή την ώρα, ξαφνικά μίλησε.
«Πάντως, εγώ δεν νιώθω κανέναν οίκτο για τους ευγενείς. Κοίτα τι κάνανε στον φτωχό τον Μπρένταν, που τον έδιωξαν χωρίς δεκάρα χάρη στα ψέματα που είπε η μικρή για εκείνον. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω, αλλά δεν μ’ άκουσε».
«Α, λάθος κάνεις, Ιμέλντα», είπε η Σάντι. «Εγώ θα έλεγα ότι το φταίξιμο το είχαν και οι δύο πλευρές. Ούτε ο Μπρένταν είχε καμία δουλειά να κάνει παρέα μαζί της ούτε εκείνη έπρεπε να το επιτρέψει».
«Ναι», είπε η Ιμέλντα, «αλλά ποιος τιμωρήθηκε γι’ αυτό; Ο Μπρένταν, όχι εκείνη. Αυτή θα φύγει τώρα να πάει να κάνει μεγάλη ζωή, κι αυτός θα περιφέρεται στον δρόμο σαν ζητιάνος. Δεν πρόκειται να βρει ποτέ άλλη δουλειά ως υπηρέτης».
Ο Άντονι πίεσε τον καπνό μέσα στην πίπα του.
«Βέβαια, δεν ήταν ποτέ του καλός για υπηρέτης, ούτως ή άλλως. Μισούσε τους ευγενείς».
«Εκτός από τη δεσποινίδα Βικτόρια», πετάχτηκε η Σάντι.
«Ναι, λοιπόν, ας είναι», συνέχισε ο Άντονι. «Εγώ θα έλεγα ότι ο Μπρένταν είναι έτοιμος να καταταγεί στους Ιρλανδούς Εθελοντές. Δεν μιλούσε για τίποτε άλλο όλη την ώρα παρά για την επανάσταση. Και τώρα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να την επιθυμεί».
Η κυρία Ο’Λίρι κούνησε το κεφάλι της.
«Παραδέχομαι πως δεν είχα καμία ιδιαίτερη αδυναμία στον Μπρένταν, αλλά οφείλω να συμφωνήσω με την Ιμέλντα. Εκείνος είναι ο ριγμένος. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στον καθέναν μας. Τα αφεντικά πάντοτε ενώνονται όταν εμφανίζεται ένα πρόβλημα – σ’ εμάς είναι που θα ρίξουν το φταίξιμο. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τη θέση μας».
Στην κουζίνα έπεσε σιωπή καθώς οι υπηρέτες βυθίστηκαν ο καθένας στις σκέψεις του. Το υπόλοιπο σπίτι ήταν συχνά σιωπηλό, αλλά η κουζίνα και το δωμάτιο της υπηρεσίας πάντοτε έσφυζαν από ζωή. Τώρα, εκείνο το βράδυ στα τέλη της άνοιξης του 1914, φαινόταν ότι η ίδια η καρδιά του Ένισμορ είχε σταματήσει να χτυπά.
Τέλος 17ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi