ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16


«Μια που δεν θα υπάρχουν άλλες Σεζόν για σένα, αγαπητή μου, αν αυτός ο φριχτός πόλεμος που προβλέπουν ξεκινήσει, μπορείς κάλλιστα να συμβιβαστείς με μια ζωή ως άγαμη γυναίκα που θα εξαρτάται από τους συγγενείς της για στήριξη».Καθώς ο καιρός περνούσε, η πικρία της Βικτόριας για την οικογένειά της φούντωνε σαν πυρετός που ανέβαινε αργά. Οι ανταρσίες της ήταν μικρές αρχικά – έφτανε αργά για δείπνο, αγνοούσε τους νεαρούς επίδοξους μνηστήρες της σε σημείο αγένειας και ερχόταν σε σύγκρουση με τη μητέρα της μπροστά στους καλεσμένους. Τελικά έκοψε και τα μαλλιά της αγορίστικα, σκανδαλίζοντας τη μητέρα της όπως το περίμενε, και αρνιόταν να φορέσει κορσέ. Ο Βαλεντάιν την παρατηρούσε διασκεδάζοντας, ενώ και η Σοφία χαμογέλασε για πρώτη φορά εδώ και μήνες. Ο λόρδος Ένις έβρισκε ολοένα και περισσότερες δικαιολογίες για να λείπει από το Ένισμορ. Η λαίδη Λουίζα υποδέχθηκε τη συμπεριφορά της Βικτόριας με ένα μείγμα αγαλλίασης και απέχθειας.

Η Βικτόρια είχε αντιληφθεί την εκδικητική ευχαρίστηση με την οποία η θεία της άρθρωνε τα λόγια εκείνα.

«Μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δεν πρόκειται για εύκολη ζωή. Θα απαιτεί υπομονή και δύναμη. Η κοινωνία είναι πολύ σκληρή απέναντι σε ανύπαντρες γυναίκες σαν κι εμάς. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ο οίκτος στα μάτια τους».

Στην αρχή, η Βικτόρια είχε μείνει άναυδη με τη σκέψη ότι η λαίδη Λουίζα την κατέτασσε στην ίδια κατηγορία μ’ εκείνη, αλλά καθώς το συλλογιζόταν περισσότερο, συνειδητοποιούσε ότι η θεία της είχε δίκιο. Στα είκοσι ένα της σχεδόν πλησίαζε επικίνδυνα στην ηλικία στην οποία τα κο-ρίτσια που αποτύγχαναν να βρουν ταίρι ξεγράφονταν από την κοινωνία. Είχε δει πολλές φορές τον πανικό στα πρόσωπα των μεγαλύτερων κοριτσιών στις χοροεσπερίδες την απόγνωσή τους καθώς είχαν μια τελευταία ευκαιρία να βρουν σύζυγο. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι θα βρισκόταν στο έλεος αντρών σαν τον αιδεσιμότατο Ουότσον, ο οποίος έχοντας περάσει την περίοδο του πένθους του ως χήρος αναζητούσε μια νέα σύζυγο. Είχε βάλει τα δυνατά της για να αποφύγει τις προσεγγίσεις του. Εξακολουθούσε να τον βρίσκει τόσο αποκρουστικό όσο όταν τον είχε πρωτογνωρίσει στα δεκατρία της. Επιπλέον, η προσοχή του προς εκείνη, ενώ αγνοούσε επιδεικτικά την ύπαρξη της λαίδης Λουίζας, είχε εντείνει την πικρία που ένιωθε η θεία της απέναντί της. Εκείνες τις στιγμές η ενόχλησή της για τη θεία της μετατρεπόταν σε οίκτο – γεγονός που ύστερα από σκέψη, η Βικτόρια συνειδητοποίη-σε, αποδείκνυε την αλήθεια των λόγων της λαίδης Λουίζας.

Καθώς αναλογιζόταν τις δεινές προβλέψεις της θείας της, οι σκέψεις της Βικτόριας επέστρεψαν στον Μπρένταν Λιντς. Τον τελευταίο χρόνο είχε προσπαθήσει σκόπιμα να τον κρατήσει μακριά από τις καθημερινές της σκέψεις, αρνούμενη να αφήσει τα βλέμματά τους να διασταυρωθούν κατά τη διάρκεια του δείπνου, και παρέμενε μακριά από τα καταλύματα των υπηρετών. Τη νύχτα όμως εκείνος εισέβαλε στα όνειρά της – ένας σκοτεινός, μελαγχολικός εραστής με υπνωτικό βλέμμα που της έκανε έρωτα τόσο παθιασμένα ώστε συχνά ξυπνούσε βουτηγμένη στον ιδρώτα. Τώρα έπιανε τον εαυτό της ν’ αναρωτιέται πώς θα ήταν σαν εραστής στην πραγματικότητα. Κάθε φορά που συνέβαινε, έδιωχνε τις φαντασιώσεις της μακριά, πλημμυρισμένη από ένοχη ντροπή.

Παρότι εξακολουθούσε να τον αγνοεί στο δείπνο, άρχισε να προγραμματίζει τους απογευματινούς της περιπάτους ώστε να συμπίπτουν με την ώρα που θεωρούσε ότι οι υπηρέτες, συμπεριλαμβανομένου του Μπρένταν, θα είχαν τελειώσει τη δουλειά τους και θα είχαν λίγο χρόνο για ξεκούραση προτού πέσουν για ύπνο. Ήξερε ότι αυτό ήταν ρίσκο, αλλά η έξαψη για το απαγορευμένο την είχε κυριεύσει και ένιωθε όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν είχε σκεφτεί ξεκάθαρα πώς θα αντιδρούσε αν πραγματικά έπεφτε πάνω στον Μπρένταν, όπως ήταν αναπόφευκτο.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1913, ο κύριος Μπερκ την κάλεσε στον ετήσιο εορτασμό του προσωπικού.

«Φανήκατε να το διασκεδάζετε τόσο πολύ πέρυσι, αγαπητή μου», είπε.

«Ω, ούτε να τ’ ονειρευτώ, κύριε Μπερκ», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν θα ήθελα να εισβάλω στον ιδιωτικό σας χρόνο».

Ακόμα όμως και τη στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια, λαχταρούσε να δει τον Μπρένταν να παίζει το βιολί του. Τι θα πείραζε; Υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα έφευγε αμέσως μόλις τελείωνε την εμφάνισή του.

«Ίσως για λιγάκι τότε. Μπορώ να συνοδεύσω τους μουσικούς στο πιάνο. Έχω να παίξω πολύ καιρό και θα ήθελα πολύ να μάθω μερικές από τις ιρλανδέζικες μελωδίες σας».

Το υπόλοιπο προσωπικό δεν είχε άλλη επιλογή παρά να την αφήσει να μείνει. Ο κύριος Μπερκ έγνεψε σε όλους να συνεχίσουν ως συνήθως. Υπήρχε όμως μια ένταση στη συζήτησή τους, και παρότι η κακία τους δεν φαινόταν εκ πρώτης όψεως, ήταν προφανής.

Ο Μπρένταν τής έγνεψε καθώς εκείνη κάθισε στο πιάνο, με ένα αχνό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη του την ώρα που πήρε το βιολί του και άρχισε να παίζει. Η Βικτόρια έμεινε καθηλωμένη, με τα δάχτυλά της να ακουμπούν στα πλήκτρα δίχως να παίζουν. Παρατηρούσε κάθε κίνησή του – τη στάση των ώμων του, τη γωνία του αγκώνα του, τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα να χαϊδεύουν το δοξάρι. Κοίταξε το πρόσωπό του καθώς οι σκληρές γραμμές του έσβηναν σε μαλακά περιγράμματα και τα σκούρα μάτια του έλαμπαν από μέσα σαν από κάποια μακρινή φλόγα. Ακόμα κι αφότου τελείωσε και ακούμπησε κάτω το όργανό του, ήταν ανίκανη να κινηθεί. Την κοιτούσε κατάματα κι εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα του χωρίς να κουνά τα βλέφαρά της. Αν δεν είχε φωνάξει ο Άντονι: «Μπράβο σου, Μπρένταν, μεγάλε», δεν ήταν βέβαιη πόση ώρα θα καθόταν εκεί. Καθώς συνερχόταν με τα μάγουλά της ξαναμμένα, μουρμούρισε μια δικαιολογία και σηκώθηκε από το πιάνο κι έφυγε.

«Το παίξιμό σου μάλλον έκανε το μικρό κορίτσι ν’ ανακατευτεί, Μπρένταν», αστειεύτηκε ο Άντονι σε μια προσπάθεια να σπάσει την ένταση.

Ο Μπρένταν τού χαμογέλασε.

«Ε, βέβαια, η μουσική προκαλεί αλλόκοτα πράματα στην ψυχή, Άντονι».

Έξω η Βικτόρια στεκόταν τρέμοντας, η καρδιά της χοροπηδούσε μες στο στήθος της και η ανάσα της ήταν ασταθής. Μα τι στο καλό είχε στον νου της; Η οικογένειά της θα τρομοκρατούνταν αν ήξερε πού βρισκόταν. Πιο βαθιά όμως μέσα στην ψυχή της, στην επαναστατική περιοχή που είχε ξυπνήσει ύστερα από την επίσκεψή της στο Δουβλίνο, συνειδητοποιούσε ότι την είχε καταλάβει μια παράξενη τρέλα, απέναντι στην οποία ήταν αβοήθητη.

«Είστε καλά, λαίδη Βικτόρια;»

Η φωνή του Μπρένταν έσχισε εντελώς το σκοτάδι. Η Βικτόρια γύρισε προς το μέρος του.

«Είμαι», απάντησε.

«Να σας συνοδεύσω πίσω στο σπίτι; Είναι πολύ σκοτεινά για να είστε έξω μόνη σας».

Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Μπρένταν την έπιασε αγκαζέ και την οδήγησε προς το σπίτι.

«Ελπίζω να μη σας πρόσβαλε η μουσική μου, δεσποινίς».

«Και βέβαια όχι. Παίζεις πανέμορφα, Μπρένταν».

Συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι είχε μόλις χρησιμο-ποιήσει το όνομά του για πρώτη φορά. Του έριξε μια κλεφτή ματιά και κάτω από το φεγγαρόφωτο διέκρινε πως εκείνος χαμογελούσε.

«Δεν ήμουν σίγουρος πως σε κάποια σαν κι εσάς θα άρεσε μουσική σαν τη δική μου – ιρλανδική μουσική εννοώ».

«Και γιατί όχι; Ιρλανδέζα είμαι κι εγώ».

Τότε εκείνος χαμογέλασε πλατιά και την τράβηξε πιο κοντά του.

«Πάντα το ήξερα πως είστε διαφορετική», είπε.

Η καρδιά της αναπήδησε στα λόγια του, αν και προειδοποιητικά καμπανάκια ακούστηκαν μες στο κεφάλι της. Αυτό δεν ήταν σωστό. Δεν έπρεπε να τον ενθαρρύνει. Κι όμως, το μόνο που ήθελε ήταν να περπατά μαζί του, να νιώθει την πίεση από το χέρι του στο μπράτσο της και την εγγύτητα του σώματός του στο δικό της. Παρατήρησε ότι επιβράδυνε το βήμα του καθώς πλησίαζαν στο σπίτι. Ύστερα γύρισε και την κοίταξε.

«Γιατί με απέφευγες, Βικτόρια;»

Αμέσως θέλησε να το αρνηθεί, αλλά η αλήθεια βγήκε αυθόρμητα.

«Φοβόμουν», είπε απλά. «Υποτίθεται πως δεν πρέπει να συμπαθούμε ο ένας τον άλλον. Αυτοί είναι οι κανόνες».

Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε το μάγουλο.

«Εκείνοι οι κανόνες είναι για τους άλλους», είπε, «όχι για σένα και για μένα». Πλησίασε πιο κοντά. «Οι τελευταίοι αυτοί μήνες ήταν βασανιστήριο για εμένα. Νόμιζα πως δεν νοιαζόσουν πια για μένα. Ή ότι μπορεί να ερωτεύτηκες κανέναν εντυπωσιακό θαυμαστή. Απόψε όμως, απόψε είδα στα μάτια σου πώς αισθάνεσαι για μένα».

Η Βικτόρια άφησε να της ξεφύγει ένα μικρό κλαψούρισμα. Τι να έλεγε; Και πάλι η αλήθεια νίκησε.

«Έχεις δίκιο. Έχω αισθήματα για σένα, Μπρένταν. Και μπορώ να δω πως κι εσύ έχεις αισθήματα για μένα». Έβγαλε μια βαθιά ανάσα. «Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι γι’ αυτά. Δεν βλέπεις πως θα ’ταν λάθος;»

Ο Μπρένταν τραβήχτηκε μακριά της και έμεινε σιωπηλός για λίγο.

«Μπορούμε να είμαστε φίλοι, λοιπόν», είπε τελικά. «Δεν υπάρχει κάτι κακό σ’ αυτό».

Χαμογέλασε.

«Όχι. Κανένα κακό απολύτως».

Αργότερα, το ίδιο απόγευμα, η Ιμέλντα Φοξ ξεγλίστρησε έξω από την κουζίνα και περπάτησε προς τους στάβλους πίσω από το σπίτι. Από την κουζίνα ξεχύνονταν φωνές – η κυρία Ο’Λίρι γκρίνιαζε για μια από τις συνήθεις γκάφες της Θέλμα, η Σάντι κουτσομπόλευε τη λαίδη Λουίζα, ο κύριος Μπερκ προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Το πρόσωπο του φεγγαριού κρύφτηκε πίσω από μια βεντάλια από σύννεφα καθώς εκείνη περπατούσε στην αυλή. Το απαλό χλιμίντρισμα των αλόγων την υποδέχτηκε μόλις πλησίασε στους στάβλους. Ζάρωσε τη μύτη της.

«Πώς αντέχεις τη μυρωδιά της κοπριάς;» ρώτησε τον Μπρένταν Λιντς που κάπνιζε καθισμένος πάνω σ’ ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι.

«Μυρίζει καλύτερα από τους ευγενείς», είπε εκείνος.

«Δώσ’ μας ένα τσιγαράκι».

«Έλεος, δεν θα αγοράσεις ποτέ δικά σου, Ιμέλντα; Παίρνεις τον ίδιο μισθό μ’εμένα».

«Έλα, τελείωνε, δώσε μου ένα».

Το ύφος της Ιμέλντα ήταν σκληρό και γεμάτο εκνευρισμό.

Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του και της έδωσε ένα τσιγάρο κι ένα κουτί σπίρτα.

Η Ιμέλντα άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.

«Έχω έναν δυνατό πονοκέφαλο αφότου έφυγα από κοντά της», είπε. «Το μόνο που κάνει αυτή η γυναίκα είναι να παραπονιέται. Αν δεν είναι για τη Βικτόρια, τότε είναι για τους υπόλοιπους, για να μην πω για την οργή της προς τη λαίδη Μάριαν».

Ο Μπρένταν μούγκρισε καθώς εκείνη πήρε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά.

«Θα μπορούσες σχεδόν να τον λυπηθείς που παντρεύτηκε με δαύτη», είπε εκείνη. «Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που μένει όσο πιο μακριά μπορεί».

«Εγώ δεν θα τον λυπόμουν και πολύ. Σίγουρα έχει μια ωραία γυναίκα κάπου στο Λονδίνο».

Η Ιμέλντα έριξε στον Μπρένταν ένα άγριο βλέμμα.

«Και τι ξέρεις εσύ γι’ αυτό;»

Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του.

«Τίποτε. Αλλά αυτό κάνουν όλοι, έτσι δεν είναι; Άνθρωποι σαν αυτόν πιστεύουν πως όλος ο κόσμος είναι δικός τους και πως έχουν δικαίωμα να πάρουν οτιδήποτε ή οποιονδήποτε τους κάνει. Γιατί αυτός να διαφέρει;»

Η φωνή της Ιμέλντα σκλήρυνε.

«Συγχώρα με, Θεέ μου. Τους μισώ όλους, πραγματικά».

«Ωραίος τρόπος για να μιλά μια καλόγρια».

«Δεν υπήρξα ποτέ καλόγρια».

«Μπορείς να γίνεις όμως, χάρη στον αναθεματισμένο οίκτο σου».

«Κι εσύ δεν είσαι κανένας άγιος, Μπρένταν Λιντς. Βλέπω πώς κοιτάζεις τη Βικτόρια».

«Α, να πάρει ο διάολος, Ιμέλντα, είσαι πολύ ξεφτιλισμένη!»

«Δεν είμαι. Είδα τον τρόπο που παρακολουθείς την παλιοβρόμα με τα μάτια σου».

«Δεν είναι παλιοβρόμα. Και δεν είναι δική σου δουλειά».

Η Ιμέλντα ακούμπησε πάνω στον τοίχο του στάβλου και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο της. Το ύφος της μαλάκωσε.

«Απλώς προσπαθώ να σε προειδοποιήσω, Μπρένταν. Θα μπορούσες να χάσεις τη δουλειά σου εξαιτίας τούτης εδώ, και μετά πού θα πας;»

Ο Μπρένταν χαχάνισε.

«Α, ώστε εσύ μόνο νοιάζεσαι για το καλό μου, έτσι δεν είναι; Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι και μια στάλα ζήλια από μέρους σου; Στο κάτω κάτω, πρέπει να παραδεχτείς πως είμαι ομορφόπαιδο».

Τα μάγουλα της Ιμέλντα κοκκίνισαν καθώς έσκυψε για να σβήσει τη γόπα της στο πάτωμα. Όταν ξανακοίταξε ψηλά, ο θυμός είχε αντικαταστήσει την αμηχανία της.

«Δεν πρόκειται να πέσω ποτέ χαμηλά για έναν ματαιόδοξο βλάκα σαν και του λόγου σου». Καθώς γύρισε να φύγει φώναξε πάνω από τον ώμο της: «Να θυμάσαι πως όποιος ανεβαίνει κατεβαίνει. Μην πεις πως δεν σε προειδοποίησα!»

Ύστερα από τη συνάντησή τους την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η Βικτόρια και ο Μπρένταν έγιναν πιο τολμηροί. Τους πρώτους μήνες του 1914 κανόνιζαν συναντήσεις, μερικές φορές στους στάβλους, άλλες φορές στον κήπο κι άλλες στην πύλη της έπαυλης, πάντοτε αργά τη νύχτα και στο σκοτάδι. Άλλοτε ήταν ευγενικός, μερικές φορές όμως ένας άγριος θυμός έμοιαζε να τον κυριεύει και γινόταν σαρκαστικός και αγενής.

«Τι θέλεις από εμένα, δεσποινίς; Είμαι το καινούργιο παιχνιδάκι που βρήκες – ένας τύπος με άγρια χέρια και άγρια προφορά που σε εξάπτει;»

Παραδόξως, η περιστασιακή του αγένεια τον έκανε απλώς πιο συναρπαστικό στα μάτια της. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα την άρπαζε και θα κολλούσε τα πεινασμένα χείλη του πάνω στα δικά της. Ένιωσε απογοητευμένη που αυτός δεν το έκανε. Αντιθέτως, έδειχνε να τον ικανοποιεί η κουβέντα.

«Γιατί είσαι πάντοτε τόσο θυμωμένος, Μπρένταν; Γιατί απεχθάνεσαι την οικογένειά μου τόσο πολύ; Η Ρόζι μού εξήγησε τα πάντα για το πώς η αριστοκρατία έδιωξε τους Ιρλανδούς από τη γη τους, αλλά αυτό συνέβη καιρό πριν. Και οι υπόλοιποι υπηρέτες δεν δείχνουν να μας μισούν τόσο πολύ όσο εσύ».

Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους.

«Απλώς κρύβουν καλύτερα τα αισθήματά τους».

«Δεν νομίζω πως είναι αυτό. Νομίζω πως υπάρχει κάτι παραπάνω».

Σιγά σιγά, η Βικτόρια εκμαίευσε την ιστορία από τον Μπρένταν σαν να ξετύλιγε κουβάρι. Στην αρχή τής μιλούσε γενικά. Ο Άγγλος Όλιβερ Κρόμγουελ και ο στρατός του κατέσχεσαν από τους Ιρλανδούς τη γη τους. Οι ποινικοί νόμοι που επέβαλε αρνούνταν στους Ιρλανδούς το δικαίωμά τους να διατηρούν την περιουσία τους, να ψηφίζουν και να μορφώνονται. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι γαιοκτήμονες και οι Βρετανοί διοικητές άφησαν τον κόσμο να λιμοκτονήσει. Η κομητεία Μάγιο είχε υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα, της είπε. Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Και όσοι δεν πέθαναν στην άκρη του δρόμου έσβησαν μέσα σε πλοία-φέρετρα που πήγαιναν στην Αμερική. Μετά την περίοδο του μεγάλου λιμού, ο πληθυσμός της Ιρλανδίας είχε μειωθεί περίπου στο μισό.

Η φωνή του Μπρένταν είχε έναν απόμακρο τόνο καθώς μιλούσε γι’ αυτές τις τραγωδίες. Παρότι δεν μπορούσε να τον δει μες στο σκοτάδι, η Βικτόρια φαντάστηκε το πρόσωπό του να μαλακώνει και το φως στα μάτια του να λάμπει, με τον ίδιο τρόπο που έλαμπαν και όταν έπαιζε βιολί.

«Τις έχω ακούσει αυτές τις ιστορίες», είπε απαλά. «Και τις πιστεύω. Μερικοί από τον κύκλο μας λένε πως είναι όλα υπερβολές, αλλά έχω βιώσει τη σκληρότητά τους από κοντά. Είδα πώς φέρθηκαν στη Ρόζι στο Δουβλίνο». Έκανε μια παύση καθώς θυμήθηκε τη νύχτα του χορού και την απόγνωση της φίλης της το επόμενο πρωινό. «Εξακολουθώ να πιστεύω όμως ότι υπάρχει και κάτι άλλο».

Ήταν αρχές Απριλίου του 1914, η δεύτερη επέτειος από τη βύθιση του «Τιτανικού» και του θανάτου του Τόμας, του Σον και τόσων άλλων, όταν ο Μπρένταν επιτέλους αποκάλυψε αυτό το «κάτι άλλο» που η Βικτόρια ενστικτωδώς ήξερε πως κρατούσε μυστικό. Είχε ξεγλιστρήσει νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως για να τον συναντήσει. Κάθισαν στο παγκάκι στον βικτοριανό κήπο που ήταν το αγαπημένο μέρος της Βικτόριας και της Ρόζι. Εκείνη την εποχή του χρόνου το απογευματινό φως έσβηνε αργά. Η Βικτόρια ήξερε ότι κινδύνευαν να τους δει κάποιος, αλλά αγνόησε τη σκέψη. Λαχταρούσε να δει το πρόσωπο του Μπρένταν καθαρά καθώς μιλούσαν, και απόψε μπορούσε.

«Η μαμά μου αυτοκτόνησε», είπε αυτός στα καλά του καθουμένου. Η φωνή του ήταν βραχνή σαν να πονούσε ο λαιμός του και, κοιτούσε δίπλα της σε κάποιο αόρατο σημείο πέρα μακριά. «Ήταν μόλις τριάντα», συνέχισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Άφησε πίσω της τον μπαμπά μου, εμένα και τέσσερα ακόμα παιδιά. Ο μπαμπάς μου το έριξε στο ποτό και με άφησε να φροντίζω τους υπόλοιπους. Ήμουν ο μεγαλύτερος».

Έκανε μια παύση και η Βικτόρια κράτησε την αναπνοή της. Δεν έβρισκε λέξεις να του μιλήσει. Ήξερε ότι δεν περίμενε καμία. Δίχως σκέψη τον πλησίασε και πήρε το χέρι του στο δικό της. Ήταν άγριο στην αφή, και η αίσθηση αυτή, κι όχι τα λόγια του, ήταν που την έκανε να βουρκώσει. Περίμενε.

«Η μαμά της είχε κάνει το ίδιο. Ίσως λοιπόν η τρέλα να υπάρχει στην οικογένεια». Ξεροκατάπιε. Το χέρι του έσφιξε το δικό της. «Η γιαγιά μου και ο παππούς μου έζησαν την εποχή του λιμού. Λιμοκτονούσαν όπως όλοι. Όταν ανακάλυψε πως ήταν έγκυος, σκαρφάλωσε στους τοίχους της τοπικής έπαυλης και έκλεψε μερικά λαχανικά». Γύρισε το πρόσωπό του προς τη Βικτόρια. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του. «Ήταν μονάχα ένα λάχανο και ένα μάτσο κρεμμύδια. Τίποτα που θα μπορούσε να λείψει από κάποιον. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης όμως, που να καεί στην κόλαση, τον έπιασε και τον σκότωσε με μια πέτρα».

Η Βικτόρια έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.

Ο Μπρένταν δεν φαινόταν να την ακούει. Είχε και πάλι στρέψει αλλού το πρόσωπό του.

«Ύστερα απ’ αυτό η γιαγιά δεν ήταν ποτέ ίδια. Επέζησε, όπως και η μαμά μου, αλλά δεν υπήρξε ποτέ καλά. Περπάτησε μες στη λίμνη όταν η μαμά ήταν μόλις δέκα». Γέλασε άγρια. «Σκέψου το, ίδια ηλικία είχα κι εγώ όταν η δική μου μαμά πέθανε. Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται».

Η Βικτόρια μίλησε.

«Πού ακριβώς χτυπήθηκε ο παππούς σου;»

Προσευχήθηκε μέσα της να μην ήταν η έπαυλη Ένις.

Ο Μπρένταν την κοίταξε ξαφνικά, σαν να ξαφνιάστηκε που την έβλεπε εκεί.

«Τι; Α, ήταν στο Κιλάλα».

Κάθισαν σιωπηλοί. Τελικά η Βικτόρια έγειρε μπροστά και έπιασε το πρόσωπό του με τα χέρια της. Τον φίλησε απαλά στα χείλη.

«Λυπάμαι, Μπρένταν», ψιθύρισε, «λυπάμαι πολύ».

Η Ιμέλντα Φοξ πλησίασε τον Μπρένταν μόλις αυτός μπήκε από την πόρτα της κουζίνας.

«Σε χάσαμε στο δείπνο», είπε. «Ο κύριος Μπερκ ρωτούσε πού είσαι».

Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους.

«Δεν πεινούσα».

Προσπάθησε να περάσει από δίπλα της, αλλά εκείνη του έφραξε τον δρόμο.

«Α, πεινούσες μόνο για εκείνη, τη Βικτόρια. Σας είδα από το παράθυρο της δεσποσύνης», είπε, «να φιλιέστε στο παγκάκι του κήπου σαν εραστές».

«Δεν είναι δουλειά σου, που να πάρει!»

Την έσπρωξε απότομα για να περάσει και μπήκε στην κουζίνα. Εκείνη όμως τον ακολούθησε περνώντας από την κουζίνα και τον πίσω διάδρομο στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν οι λακέδες.

«Τι θέλεις, Ιμέλντα;»

«Θέλω να ακούσω ότι τη μαγάρισες».

Ο Μπρένταν την κοίταξε αποσβολωμένος.

«Δεν πάει καλά το μυαλό σου, Ιμέλντα. Φύγε από μπροστά μου προτού σου σκάσω κάνα σκαμπίλι».

Η Ιμέλντα πισωπάτησε και έφτυσε στο πάτωμα εκεί όπου στεκόταν ο Μπρένταν.

«Μη μου πεις πως ο άγριος Ιρλανδός επαναστάτης πείστηκε από τα γλυκόλογα μιας αριστοκράτισσας που απλώς παίζει μαζί του; Είσαι τόσο ανόητος; Δεν δίνει δεκάρα για σένα. Απλώς περνά την ώρα της. Θυμήσου τα λόγια μου. Μόλις εμφανιστεί o κατάλληλος τύπος από την τάξη της, θα προσποιηθεί πως δεν σε ξέρει καν».

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», άρχισε ο Μπρένταν. «Είναι διαφορετική…»

Η Ιμέλντα όμως γύρισε και έφυγε γρήγορα. Ο Μπρένταν εξαπέλυσε στο κατόπι της ένα κατεβατό βρισιές.

Τέλος 16ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi