KΕΦΑΛΑΙΟ 15
«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ».Tον είδε μόλις έστριψε από τη γωνία στο Φόλεϊ Κορτ. Καθόταν στα μπροστινά σκαλοπάτια του νούμερου έξι, με την πλάτη ακουμπισμένη στη μία πλευρά, σε απόσταση από τις ατημέλητες γυναίκες που είχαν βολευτεί πλάι του. Μπορούσε μόνο να φανταστεί τι χυδαία σχόλια θα έκαναν εις βάρος του. Λίγες ώρες πριν θα έβρισκε διασκεδαστική τη δυσφορία του, πιστεύοντας πως άξιζε κάτι τέτοιο κι ακόμα περισσότερα. Τώρα όμως η οργή της ξεθύμανε κι ένα αδιόρατο κύμα οίκτου την κατέκλυσε. Ήταν ξεκάθαρο πως υπέμενε αυτή την ταπείνωση προκειμένου να τη δει, και το λιγότερο που μπορούσε να κάνει εκείνη ήταν να τον σώσει. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, ανέβηκε τα σκαλιά και, αγνοώντας τις κοροϊδίες των γειτόνων της Μπρίντι, τον πήρε από το μπράτσο και τον τράβηξε πάνω.
Ο Βαλεντάιν την κοίταξε.
«Ήρθα να σε δω, Ρόζι. Ήμουν διατεθειμένος να περιμένω όλη μέρα».
«Να χαίρεσαι που τελείωσε η αναμονή σου, λοιπόν. Βγες έξω προτού τούτες εδώ σε φάνε ζωντανό», είπε αγνοώντας τις άσεμνες χειρονομίες των γυναικών. «Πάμε να πιούμε ένα φλιτζάνι τσάι».
Ο Βαλεντάιν πήρε την τσάντα της και την άφησε να τον οδηγήσει μακριά από το νούμερο έξι, προς την οδό Σάκβιλ. Πρέπει να φαίνονταν παράξενο ζευγάρι, σκέφτηκε η Ρόζι καθώς προχωρούσαν αγκαζέ – εκείνος ένας τζέντλεμαν, εκείνη, στην καλύτερη περίπτωση, μια ταπεινή υπάλληλος ή πωλήτρια. Δεν ήταν μονάχα τα ρούχα τους που τους πρόδιδαν –το καλοραμμένο γκρίζο κοστούμι του με το λευκό κολλαριστό του πουκάμισο και τη μεταξωτή γραβάτα, η φθαρμένη, ντεμοντέ μάλλινη φούστα της και το τουίντ σακάκι– αλλά μάλλον η συμπεριφορά τους. Ο Βαλεντάιν περπατούσε με αυτοπεποίθηση, με τον στητό τρόπο των ευγενών, ενώ η Ρόζι ήταν σκυφτή, όπως οι φτωχές επαρχιωτοπούλες, έχοντας συναίσθηση πως τη συντρόφευε κάποιος ανώτερος από εκείνη. Λίγος από τον παλιό της θυμό τη διαπέρασε στη σκέψη αυτή. Σήκωσε το κεφάλι και πρόταξε το πιγούνι αντιμετωπίζοντας με πείσμα σιωπηλά όποιον την κοίταζε.
Έφτασαν στο καφέ όπου η Ρόζι είχε περάσει τόσα πρωι-νά στο παρελθόν ξεφυλλίζοντας εφημερίδες σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει δουλειά. Χαιρόταν που είχαν ξεφύγει από τον σαματά της κίνησης και την υγρασία του ιουλιάτικου μεσημεριού, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν εκεί καταφύγιο. Η ζέστη από τα αχνιστά σκεύη και τους καυτούς φούρνους ήταν χειρότερη από αυτήν που υπήρχε έξω. Το δέρμα της μούλιασε στον ιδρώτα και αδημονούσε να βγάλει το σακάκι της, αλλά κάτι τέτοιο θα έδειχνε κακούς τρόπους. Κοίταξε με φθόνο τις υπόλοιπες γυναίκες που έκαναν αέρα με τις βεντάλιες τους, με τα μανίκια από τις μπλούζες τους σηκωμένα και τα κουμπιά ξεκουμπωμένα στον λαιμό. Ο Βαλεντάιν παρήγγειλε τσάι από μια σερβιτόρα με λεπτά χείλη, η οποία κοίταξε τη Ρόζι με καχυποψία.
Κάθισαν κοιτάζοντας επίμονα ο ένας τον άλλον, η σιωπή διακοπτόταν μόνο από το χτύπημα του κουδουνιού καθώς η πόρτα του καφέ άνοιγε κι έκλεινε. Η Ρόζι συνειδητοποίησε πως κοκκίνιζε με το διερευνητικό του βλέμμα. Προσπάθησε να επιστρατεύσει τον θυμό της εναντίον του – έναν θυμό που ήταν τόσο εύκολο να ανακαλέσει όταν δεν τον είχε μπροστά της, με τα γαλάζια του μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό της. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψει την άμυνά της. Για τ’ όνομα του Θεού, δεν έπρεπε ν’ αφήσει τον εαυτό της να πληγωθεί ξανά. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Μάζεψε όλη της τη δύναμη.
«Τι θέλεις, Βαλεντάιν; Δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε εμείς οι δύο».
Πήγε να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε.
«Θέλω τη συγχώρεσή σου».
«Δεν υπάρχει κάτι να σου συγχωρήσω», είπε εκείνη. «Μου είπες να μη σε περιμένω. Ήσουν πολύ σαφής σ’ αυτό».
Η σερβιτόρα ακούμπησε ένα φλιτζάνι τσάι απαλά μπροστά στον Βαλεντάιν κι έπειτα κοπάνησε ένα δεύτερο φλιτζάνι μπροστά στη Ρόζι, έτσι που το υγρό χύθηκε πάνω στο πιατάκι. Η Ρόζι αγνόησε την προσβολή και συνέχισε να μιλά.
«Εγώ ήμουν εκείνη που δεν σε πίστεψε. Εγώ ήμουν που έτρεφα την ελπίδα πως μπορεί να γυρίσεις σ’ εμένα».
Συνειδητοποίησε πως αποκάλυψε περισσότερα από όσα είχε σκοπό. Τι σημασία είχε όμως τώρα; Το χέρι της έτρεμε καθώς έπιανε το φλιτζάνι με το τσάι, χύνοντας περισσότερο υγρό στο πιατάκι, αλλά ο Βαλεντάιν δεν κινήθηκε.
«Σ’ αγάπησα πραγματικά, Ρόζι. Ακόμα σ’ αγαπώ».
Ήθελε να του πει πως κι εκείνη τον αγαπούσε, πως δεν θ’ αγαπούσε ποτέ κανέναν άλλον, αλλά δεν μπορούσε να ξεστομίσει αυτά τα λόγια. Αρκετά είχε ταπεινωθεί. Ο παλιός της φίλος, ο θυμός, ήρθε να τη σώσει. Έσπρωξε το φλιτζάνι μακριά και σηκώθηκε.
«Σταμάτα!» είπε αγνοώντας τους πελάτες που είχαν γυρίσει και τους κοιτούσαν. «Τι θέλεις επιτέλους, Βαλεντάιν; Να έχεις μια ερωμένη μαζί με τη γυναίκα σου, όπως ακριβώς όλοι οι όμοιοί σου; Ε, λοιπόν, δεν θα το κάνω αυτό. Αν με αγαπούσες, όπως λες, δεν θα μου ζητούσες ποτέ να πέσω σ’ αυτό το επίπεδο».
Ο Βαλεντάιν άπλωσε τα χέρια του μπροστά σαν να την εκλιπαρούσε.
«Όχι, με παρεξήγησες, Ροϊσίν Νταβ. Το μόνο που σου λέω είναι πώς νιώθει η καρδιά μου, και, μα τω Θεώ, δεν μπορώ να τ’ αλλάξω αυτό».
«Και με τη γυναίκα σου τι γίνεται; Με τη Σοφία; Την αγαπάς;»
Ο Βαλεντάιν έσκυψε το κεφάλι.
«Είναι η γυναίκα μου». Κοίταξε πάλι τη Ρόζι. «Δεν είναι όμως το ίδιο». Πήρε βαθιά ανάσα. «Παντρεύτηκα τη Σοφία επειδή ήταν καθήκον μου, όχι επειδή ήμουν ερωτευμένος μαζί της – ούτε εκείνη μ’ εμένα. Μου έχεις ασκήσει κριτική στο παρελθόν για την αίσθηση καθήκοντός μου, και μπορεί να μη σημαίνει πολλά για εσένα, αλλά σημαίνει τα πάντα στον δικό μου κόσμο».
Η Ρόζι κάθισε κάτω απότομα. Ο θυμός και η σύγχυση πάλευαν μέσα της. Άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνος συνέχισε να μιλά.
«Όχι, άκου με, Ρόζι. Η Σοφία είχε συλλάβει το παιδί του Τόμας. Όταν εκείνος πνίγηκε, αυτή βρέθηκε στην απόλυτη απόγνωση. Δεν το βλέπεις πως δεν θα μπορούσα να την έχω αφήσει μόνη της υπό αυτές τις συνθήκες; Το όφειλα στον Τόμας να φροντίσω αυτήν – και το παιδί του».
«Και να σώσεις την υπόληψη της οικογένειάς σου!» Η Ρόζι ήταν σαν να έφτυνε τις λέξεις προς το μέρος του.
Ο Βαλεντάιν έγνεψε.
«Ναι, κι αυτό υποθέτω».
Η Ρόζι έσπρωξε την καρέκλα προς τα πίσω και σηκώθηκε αγανακτισμένη. Το καθήκον, σκέφτηκε, πάντα το αναθεματισμένο καθήκον!
«Έκανες λοιπόν την επιλογή σου, πάει και τελείωσε». Προσπάθησε να μιλήσει αυστηρά, παρότι η φωνή της έτρεμε. «Όποιους λόγους και να είχες, δεν θέλω να τους ξέρω». Συνέχισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Αν δεν υπήρχε εκείνη, θα ήταν κάποια άλλη ευγενής. Αποφάσισες να εκπληρώσεις το καθήκον σου με το να παντρευτείς μια πλούσια γυναίκα μόλις ο Τόμας πέθανε. Έμαθα πολλά από τότε που ήρθα στο Δουβλίνο και αντιλαμβάνομαι τα πράγματα καλύτερα απ’ ό,τι όταν ήμουν στο Ένισμορ. Δεν θα με παντρευόσουν ποτέ, όπως και κανένας από τους άντρες στη χοροεσπερίδα του “Μέτροπολ” δεν θα με παντρευόταν μόλις ανακάλυπτε ποια είμαι πραγματικά».
Η προσπάθεια να αντιμετωπίσει την αλήθεια την εξουθένωσε και κάθισε πάλι κάτω. Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του.
«Δέχομαι ότι πιστεύεις πως μ’ αγαπάς, Βαλεντάιν», είπε ευγενικά, «αλλά όποια κι αν είναι αυτά τα αισθήματα δεν με ωφελούν».
Εκείνος την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από τα δάκρυα.
«Συγγνώμη».
Κατάπιε τον οίκτο που φούντωσε στην καρδιά της για εκείνον. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν να νιώσει οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό.
«Δεν σε μισώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Αν όμως μ’ αγαπάς ειλικρινά, πρέπει να μ’ αφήσεις να φύγω».
Στάθηκε όρθια κι εκείνος πήγε να σηκωθεί από την καρέκλα του. Έβαλε το χέρι της πάνω στον ώμο του και τον υποχρέωσε απαλά να καθίσει κάτω, και ύστερα έσκυψε και πήρε την τσάντα της.
«Μη με ακολουθήσεις».
Εκείνος έγνεψε.
«Μια μέρα θα τα διορθώσω όλα…»
Προτού καταφέρει να τελειώσει, εκείνη έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη του.
«Αντίο, Βαλεντάιν. Να ’σαι καλά».
Γύρισε και περπάτησε προς την πόρτα. Ενώ τα μάτια όλων την παρατηρούσαν να φεύγει, τα μόνα μάτια που μπορούσε εκείνη να νιώσει πάνω της ήταν τα δικά του. Σήκωσε τους ώμους, τράβηξε την πόρτα και βγήκε αποφασιστικά στον δρόμο.
Καθώς η Ρόζι περπατούσε, προσπάθησε να αποδιώξει τη σκέψη ότι η Μπρίντι μπορεί να μην την ήθελε καν πίσω. Στο κάτω κάτω, είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που είχε πατήσει το πόδι της στο Φόλεϊ Κορτ. Εξαιτίας των περιορισμών στις μετακινήσεις της, δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την υπόσχεσή της στην Μπρίντι ότι θα την επισκεπτόταν. Στην απόγνωσή της, είχε κανονίσει με τη Σελίν να της στείλει διάφορα σημειώματα, αλλά δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Φοβόταν πως η αδελφή της είχε χάσει την πίστη της σ’ εκείνη. Φαντάστηκε την Μπρίντι να κάθεται με τη μικρή Κέιτ σ’ εκείνο το εξαθλιωμένο μικρό δωμάτιο στο Φόλεϊ Κορτ και να καταριέται τον εαυτό της που πίστεψε τις υποσχέσεις της Ρόζι.
Η Μπρίντι άνοιξε την πόρτα και την κοίταξε από πάνω ως κάτω.
«Μπα, τι έγινε; Βαρέθηκες να ζεις με τους αριστοκράτες, ε; Σε πέταξαν έξω ή απλώς πεθύμησες ξαφνικά τα λούσα που έχουμε εδώ, στο Φόλεϊ Κορτ;»
Η Ρόζι αγνόησε τον σαρκασμό της αδελφής της. Πώς θα μπορούσε να την κατηγορήσει; Στο κάτω κάτω, όλες οι υποσχέσεις που της έδωσε δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Δεν είχε χρήματα να της δώσει. Αντ’ αυτού, εκείνη ήταν που κρεμόταν από τη φιλανθρωπία της αδελφής της.
«Άκουσα ότι ένας μορφονιός καθόταν εδώ και σε περίμενε», είπε η Μπρίντι με το πρόσωπό της κόκκινο από την περιφρόνηση. «Δεν φαίνεται να σ’ έσωσε όμως. Υποθέτω, μόλις είδε από ποιας τάξης ανθρώπους προέρχεσαι πραγματικά το ’βαλε στα πόδια γυρνώντας στους όμοιούς του».
Η καρδιά της Ρόζι σφίχτηκε στα λόγια της Μπρίντι, αλλά δεν θα καβγάδιζε μαζί της. Στο κάτω κάτω, αν το καλοσκεφτόταν, η αδελφή της έλεγε την αλήθεια.
Η υποδοχή του Μάικο ήταν πικρή.
«Για δες τι μας έφερε η γάτα! Την κυρία ψηλομύτα. Ω, έχω φίλους σε υψηλές θέσεις, Μπρίντι, λέει. Θα με τακτοποιήσουν στο πι και φι και θα ’ρθω να σου φέρω σακιά χρυσάφι, λέει». Έφτυσε στα πόδια της Ρόζι. «Τσακίσου, φύγε από δω και μη γυρίσεις να μας ενοχλήσεις ξανά».
Η Ρόζι πήρε την τσάντα της. Ο Μάικο είχε δίκιο. Έπρεπε να φύγει. Δεν είχε ιδέα πού μπορούσε να πάει, αλλά ήξερε πως δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτη εκεί. Καθώς γύρισε προς την πόρτα, η Μπρίντι φώναξε πίσω της.
«Μπορείς να μείνεις προς το παρόν, ώσπου να βρεις ένα μέρος. Δεν θα ήθελα να σε δω στους δρόμους».
Ο Μάικο έφτυσε και πάλι.
«Εκεί ανήκει».
Αγνοώντας τα σχόλιά του, η Ρόζι μπήκε μέσα στο εξα-θλιωμένο μικρό δωμάτιο και ακούμπησε την τσάντα της κάτω στο πάτωμα. Η δύσοσμη μυρωδιά της φτώχειας διαπερνούσε τα ρουθούνια της και το θέαμα της μικρής Κέιτ ξαπλωμένης ράθυμα σε μια λερή ψάθα στο πάτωμα την έκανε να θέλει να ουρλιάξει σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ήταν τόσο άθλια και πριν, αναρωτήθηκε, ή ο ένας χρόνος που είχε περάσει ζώντας στην καθαρή άνεση του σπιτιού της λαίδης Μάριαν είχε σβήσει από τη μνήμη της αυτή την ωμή πραγματικότητα; Πάλεψε με τη φρίκη που ένιωσε, προσπαθώντας να μην την αφήσει να φανεί. Πώς στην ευχή θα το υπέμενε τώρα;
Περπάτησε προς τα εκεί όπου η μικρή Κέιτ κειτόταν στο πάτωμα, έσκυψε και τη σήκωσε. Αναστέναξε. Το παιδί ήταν πετσί και κόκαλο. Φαινόταν να έχει ζαρώσει από την τελευταία φορά που την είχε κρατήσει στην αγκαλιά της. Ασυναίσθητα, την κούνησε στο στήθος, σιγοτραγουδώντας ένα νανούρισμα που τους έλεγε η μαμά τους. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της.
Τις μέρες που ακολούθησαν, η Ρόζι συνέχισε την παλιά της ρουτίνα, να φεύγει από το Φόλεϊ Κορτ νωρίς, να περνά τη μέρα ψάχνοντας για δουλειά, μόνο και μόνο για να επιστρέφει περπατώντας με κόπο, άπραγη και εξαντλημένη κάθε βράδυ. Ήταν προετοιμασμένη να εργαστεί σε οποιαδήποτε δουλειά τώρα, ακόμα και ως οικιακή βοηθός, αλλά δεν υπήρχαν αγγελίες ούτε καν για τέτοιες θέσεις. Οι άνθρωποι που έψαχναν για δουλειά ένιωθαν άγχος, ακόμα και απόγνωση.
Μια περίεργη ένταση διαπερνούσε το Δουβλίνο. Γινόταν λόγος για αναταραχές της εργατικής τάξης και για την πιθανότητα απεργιών. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες με τέτοια νέα. Ο Τζέιμς Λάρκιν, επικεφαλής του Συνδικάτου των Ιρλανδών Μεταφορέων και Γενικών Εργατών, βρισκόταν στο Δουβλίνο για να οργανώσει τους ανειδίκευτους εργάτες. Πολλοί εργοδότες πίστευαν πως ο Λάρκιν προσπαθούσε να πετύχει μια κοινωνική εξέγερση ενώνοντας τους εργάτες και καλώντας τους σε γενικές απεργίες για μεγαλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από αυτούς διέταξαν τους εργάτες τους να μην ενταχθούν στο συνδικάτο και απέλυσαν όσους το είχαν ήδη κάνει.
Το βαρέλι με το μπαρούτι εξερράγη στα τέλη Αυγούστου του 1913. Διαμαρτυρόμενοι για την απαγόρευση των σωματείων, οι τραμβαγέρηδες και οι ελεγκτές σταμάτησαν τα οχήματά τους καταμεσής της οδού Σάκβιλ και έφυγαν από τη δουλειά. Τους ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες, άντρες και γυναίκες, σε όλο το Δουβλίνο, που κατέβηκαν σε απεργία, ανάμεσά τους κι ο Μάικο.
«Μα ήδη έχουμε ελάχιστα για να τα βγάλουμε πέρα, έτσι όπως έχει τώρα η κατάσταση», πλάνταζε η Μπρίντι. «Πώς θα επιβιώσουμε χωρίς τον μισθό σου;»
«Δεν θα σπάσω εγώ το μπλόκο. Θα σταθώ στο πλευρό των συντρόφων μου, των αντρών της Ιρλανδίας», είπε ο Μάι-κο. «Μπορεί να πεθάνω της πείνας, αλλά απεργοσπάστης δεν γίνομαι».
«Και θ’ αφήσεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου να πεθάνουν της πείνας μαζί σου;»
Ο Μάικο δεν της απάντησε.
Η Μπρίντι κρυφοκοίταξε τη Ρόζι.
«Αχ, Ρόζι, τι θα κάνουμε;»
Ούτε η Ρόζι είχε κάποια απάντηση να της δώσει. Σκεφτόταν ότι παρόμοιες συζητήσεις θα γίνονταν σε κάθε τρώγλη στην πόλη. Οι εργάτες είχαν ελάχιστα για να ζήσουν και τώρα πιέζονταν ανάμεσα στην επιλογή τους να ταΐσουν τις οικογένειές τους και σε μια ευκαιρία να βελτιώσουν κάπως τη θέση τους μέσω των απεργιών. Ρίσκαραν ακόμη να χάσουν κι αυτά τα λίγα που είχαν. Για πρώτη φορά η Ρόζι ένιωσε συμπάθεια για τον Μάικο.
Είχε ακόμη να παλέψει με τη δική της συνείδηση. Θα μπορούσε πιθανόν να εξασφαλίσει μια δουλειά αν ήταν πρόθυμη να περάσει τα μπλόκα. Οι απεργοσπάστες δέχονταν επιθέσεις από τους απεργούς, αλλά αυτό δεν την έκανε να διστάζει. Εκείνο που τη σταματούσε ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα θυμού που φούντωνε μέσα της και την κυρίευε. Για πρώτη φορά έβλεπε ξεκάθαρα πώς μεταχειρίζονταν στην Ιρλανδία τους φτωχούς σαν κι εκείνη, και δεν της άρεσε.
Στο αποκορύφωμα της «Ανταπεργίας» από τους εργοδότες, υπήρχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες άντρες και γυναίκες που απεργούσαν. Ξέσπασαν εξεγέρσεις. Κάποιοι σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Η ήδη φριχτή φτώχεια έγινε θανατηφόρα. Το επίδομα που λάμβαναν οι απεργοί από τα σωματεία τους ήταν απελπιστικά μικρό. Άνθρωποι που ζητούσαν απεγνωσμένα λίγη τροφή συνωστίζονταν στις αποβάθρες του Δουβλίνου παλεύοντας μεταξύ τους για τα δέματα με φαγητό που έστελναν οι διοργανωτές της απεργίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στο τέλος η Ρόζι συνειδητοποίησε ότι η τροφή ήταν πιο σημαντική από τις αρχές. Ένα πρωί κατευθύνθηκε προς τον φούρνο του Μπόλαντ όπου δούλευε ο Μάικο, περπάτησε ανάμεσα στο πλήθος των διαδηλωτών, αγνοώντας τα γιουχαΐσματα και τις βρισιές, και παρουσιάστηκε για δουλειά. Φρόντισε να φτάσει νωρίς το πρωί εκεί, προτού ο Μάι-κο κατευθυνθεί προς το μπλόκο, για να μην τη δει. Έπιασε δουλειά στη νυχτερινή βάρδια.
Ενώ οι εντάσεις είχαν εξελιχθεί σε μια ανοιχτή αναταραχή στο Δουβλίνο, πίσω στο Ένισμορ παρέμεναν συγκρατημένες κάτω από ένα προσωπείο ευγενούς λεπτότητας. Ένας τυχαίος επισκέπτης στο σπίτι δεν θα είχε αντιληφθεί τίποτα διαφορετικό – φιλικοί οικοδεσπότες, ικανοί υπηρέτες, αξιοζήλευτη αφοσίωση στην τάξη και στους κανόνες. Για όσους όμως ζούσαν κάτω από τη στέγη του, η ξινή οσμή της κακοτυχίας ήταν προφανής.
Η οσμή περιέβαλλε τη Βικτόρια σαν βαριά, νοτισμένη κουβέρτα. Από τότε που είχε επιστρέψει από το Δουβλίνο ένιωθε δυσάρεστα. Το πρότερο συναίσθημα πως το ίδιο της το σώμα δεν τη χωρούσε, το οποίο είχε ξεκινήσει όταν η Ρόζι έφυγε, επέστρεψε για να πάρει εκδίκηση. Η ανάμνηση της απεγνωσμένης έκφρασης της Ρόζι καθώς η λαίδη Ένις την ξεμπρόστιαζε στη χοροεσπερίδα επανερχόταν για να τη στοιχειώσει ξανά και ξανά. Πώς είχε μπορέσει η μητέρα της να φανεί τόσο σκληρή; Πώς είχε μπορέσει η θεία Μάριαν να μη δει πως η καλοπροαίρετη απερισκεψία της θα κατέστρεφε τη Ρόζι; Για πρώτη φορά στη ζωή της η Βικτόρια ένιωσε ντροπή για την οικογένειά της και για την τάξη της. Ήξερε πλέον ότι το τελετουργικό της Σεζόν είχε λήξει γι’ αυτήν. Δεν μπορούσε να επιστρέψει ποτέ ξανά στις μεγάλες χοροεσπερίδες, στα τσάγια και στις εκδρομές στην Ευρώπη χωρίς να σκέφτεται την υποβόσκουσα σκληρότητα που τα συνόδευε όλα αυτά.
Η λαίδη Ένις, που ακόμα έβλεπε με οργή τις πράξεις της Ρόζι και της λαίδης Μάριαν, άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει για άλλη μια φορά.
«Δεν θα το πίστευα αν δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια!» επανέλαβε, χωρίς να κουράζεται να κάνει συνεχώς την ίδια διαπίστωση.
Η οικογένεια Μπελ καθόταν γύρω από το τραπέζι του δείπνου ένα βράδυ στα τέλη του Αυγούστου, αλλά παρά την εξωτερική ζέστη, μια ευδιάκριτη ψύχρα αιωρούνταν πάνω από τους συνδαιτυμόνες, η οποία δεν είχε σε τίποτε να κάνει με τις κοινωνικές αναταραχές στο Δουβλίνο. Ενώ η Βικτόρια τσιμπολογούσε το φαγητό της, η θεία Λουίζα αισθανόταν θυμό και περιφρόνηση για τις συγκαλυμμένες προσβολές που εκτόξευε προς το μέρος της η αδελφή της. Ο Βαλεντάιν έριχνε άγριες ματιές στη μητέρα του, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
«Όλα ξεκίνησαν από την απόφασή σου ν’ αφήσεις εκείνο το κορίτσι να σπουδάσει μαζί με τη Βικτόρια», συνέχισε η λαίδη Ένις αγριοκοιτάζοντας τον σύζυγό της, «και η Λουίζα απέτυχε να της υπενθυμίσει τη θέση της. Είμαι βέβαιη πως η Λουίζα σκέφτηκε ότι έκανε το σωστό, αλλά…»
Η λαίδη Ένις άφησε τη φράση της να αιωρείται.
Ο λόρδος Ένις δεν απάντησε. Αντιθέτως, έστρεψε όλη την προσοχή του στο πιάτο με το ψάρι που βρισκόταν μπροστά του, κάνοντας παύσεις μόνο ανάμεσα στις μπουκιές για να στραγγίξει το ποτήρι του και να κάνει σινιάλο για λίγο κρασί ακόμα. Η νέα του νύφη, η Σοφία, έπαιζε με το κονσομέ της, έχοντας αποφύγει το κυρίως πιάτο.
«Αυτό θα φας όλο κι όλο, Σοφία;» ρώτησε ο Βαλεντάιν. «Χρειά-ζεσαι παραπάνω απ’ αυτό για να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου μετά τη γέννηση του μωρού».
Η Σοφία κοίταξε τον σύζυγό της απειλητικά.
«Δεν έχω πολλή όρεξη, Βαλεντάιν. Σε παρακαλώ, μην γκρινιάζεις».
Ο Βαλεντάιν αναστέναξε και γύρισε κοιτάζοντας σκυθρωπά έξω από το παράθυρο.
«Το ψάρι είναι χαλασμένο, Μπερκ», είπε η λαίδη Ένις. «Η μυρωδιά είναι ανυπόφορη!»
Ο μπάτλερ έτρεξε προς το μέρος της και κοίταξε το ψάρι, μυρίζοντάς το με καχυποψία.
«Ζητώ συγγνώμη, λαίδη μου, αλλά είμαι βέβαιος ότι το ψάρεψαν μόλις σήμερα το πρωί. Ίσως να φταίνε κάποια μπαχαρικά με λευκή σάλτσα που δεν είναι της αρεσκείας σας. Θα σας φέρω λίγο χωρίς σάλτσα αμέσως».
Η λαίδη Ένις κούνησε το χέρι της ανυπόμονα.
«Όχι, όχι. Φέρε μόνο το επιδόρπιο».
«Δεν έχει τίποτα το ψάρι, Θία», είπε ο λόρδος Ένις. «Απλώς ψάχνεις διαρκώς κάτι για να παραπονεθείς, τώρα που έχεις σταματήσει να με επιπλήττεις».
Η λαίδη Ένις σφίχτηκε.
«Και γιατί να μη σε επιπλήξω, Έντουαρντ; Εξάλλου, η δική σου η αδελφή προκάλεσε το σκάνδαλο».
Η Βικτόρια δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
«Πιστεύω πραγματικά ότι το κάνεις πολύ μεγάλο θέμα, μαμά. Εγώ πάντως τη λυπάμαι τη Ρόζι. Δεν της άξιζαν όσα της έκανε η θεία Μάριαν, κι εσύ έκανες τα πράγματα χειρότερα δημιουργώντας σκηνή».
«Συμφωνώ με τη Βικτόρια, μαμά», παρενέβη ο Βαλεντάιν. «Προκάλεσες περισσότερο ενδιαφέρον στην υπόθεση απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο. Γιατί δεν άφηνες τη βραδιά να τελειώσει και ύστερα να αντιμετωπίσεις τη θεία Μά-ριαν; Αντί γι’ αυτό ντρόπιασες την καημένη τη Ρόζι ενώπιον όλων στον χορό. Δεν είναι ν’ απορείς που το ’σκασε».
«Στα τσακίδια», μουρμούρισε η λαίδη Λουίζα.
«Ούτε η αδελφή σου έχει σταματήσει να μας ταπεινώνει, Έντουαρντ», συνέχισε η λαίδη Ένις. «Λέει πως νιώθει ένοχη για όσα έγιναν και ορκίστηκε να βοηθήσει το κορίτσι. Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να νιώθει ένοχος απέναντι σε μια υπηρέτρια; Είναι πέρα από κάθε λογική».
«Η Ρόζι έμοιαζε με λαίδη από την κορφή ως τα νύχια, οφείλεις να το παραδεχτείς αυτό, μαμά. Το σχέδιο της θείας Μάριαν μπορεί να είχε είχε πάει μια χαρά αν δεν είχες παρέμβει», είπε η Βικτόρια.
Η λαίδη Ένις ρουθούνισε.
«Θα πήγαινε καλά μόνο μέχρι τη στιγμή που ο μνηστήρας της θα ανακάλυπτε πως είναι μια χωριάτισσα. Κανένας αξιο-πρεπής άνθρωπος δεν θα την παντρευόταν».
Ο Βαλεντάιν κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι.
Καθώς έπεφτε σιωπή στην ομήγυρη, οι μικροί ήχοι μεγεθύνονταν – ο ήχος των ασημικών πάνω στην πορσελάνη, το θρόισμα από τη βεντάλια της λαίδης Λουίζας, το κροτάλισμα του μικρού ασανσέρ καθώς κατέβαινε στην κουζίνα, και πέρα από το ανοιχτό παράθυρο ο αντίλαλος από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων καθώς οι ιπποκόμοι τα έφερναν πίσω στους στάβλους. Ένα αναπάντεχο αεράκι έσβησε όλα τα κεριά, αφήνοντας να πλανάται στην ατμόσφαιρα η μυρωδιά του λιωμένου κεριού.
Η Σοφία σηκώθηκε απότομα.
«Εμένα θα με συγχωρέσετε, νομίζω πως ακούω τον Τζούλιαν να κλαίει».
«Δεν άκουσα τίποτα», είπε ο Βαλεντάιν.
Η Σοφία τού έριξε ένα παρατεταμένο, καλοζυγισμένο βλέμμα.
Ο Βαλεντάιν άνοιξε το στόμα του για ν’ απαντήσει αλλά το ξανασκέφτηκε καλύτερα.
Ο λόρδος Ένις σηκώθηκε.
«Θα ’θελες να ’ρθεις μαζί μου στη βιβλιοθήκη, Βαλεντάιν;»
Καθώς οι άντρες έφευγαν από το καθιστικό, η λαίδη Λουίζα δήλωσε πως είχε πονοκέφαλο και είχε ανάγκη να ξαπλώσει. Η Βικτόρια άδραξε την ευκαιρία της. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μείνει μόνη με τη μητέρα της ν’ ακούει τα παράπονά της.
«Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα, μαμά», είπε. «Νομίζω πως θα κάνω έναν περίπατο στον κήπο. Είναι τόσο ωραία βραδιά».
Η λαίδη Ένις ανασήκωσε τους ώμους και σηκώθηκε μεγαλοπρεπώς.
«Θα είμαι στο καθιστικό αν κάποιος θέλει να με βρει. Μπερκ, φέρε μου λίγο τσάι».
Στη βιβλιοθήκη, ο λόρδος Ένις σέρβιρε μπράντι για τον εαυτό του και έδωσε κι ένα στον Βαλεντάιν.
«Αυτή η καταραμένη η υπόθεση στο Δουβλίνο δείχνει να βγαίνει εκτός ελέγχου. Είκοσι χιλιάδες εργάτες παράτησαν τις δουλειές τους και τώρα εκλιπαρούν για φαγητό κάτω στις αποβάθρες. Αυτός ο σοσιαλιστής ο Λάρκιν πρέπει να κρεμαστεί!»
«Θα έπρεπε να δεις τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι φτωχοί, μπαμπά. Είναι ασύλληπτο. Πήγα στην περιοχή όπου μένει η Ρόζι μαζί με την αδελφή της. Δεν μπορείς να διανοηθείς τη βρόμα και την αθλιότητα. Το κτήριο έδειχνε ετοιμόρροπο».
«Και τη βρήκες;»
Ο Βαλεντάιν γύρισε στο άκουσμα της φωνής της Σοφίας. Τον κοιτούσε επίμονα μ’ ένα μείγμα θλίψης και περιέργειας.
«Ήρθα απλώς για ένα βιβλίο», είπε βαριεστημένα. «Συνεχίστε τη συζήτησή σας».
Ο Βαλεντάιν μίλησε, σαν να παραμιλούσε.
«Ναι, τη βρήκα. Μιλήσαμε. Αμφιβάλλω αν θα τη δω ποτέ ξανά. Και είμαι βέβαιος πως εκείνη δεν θέλει να με ξαναδεί!»
Όταν η Σοφία έφυγε, ο λόρδος Ένις κοίταξε τον γιο του.
«Συμβαίνει κάτι, Βαλεντάιν; Δεν θα ήθελα να γίνω αδιάκριτος, αλλά έχω την αίσθηση ότι η Σοφία είναι κάπως στενοχωρημένη αυτές τις μέρες. Το απέδωσα αρχικά στη νοσταλγία της για τη Νέα Υόρκη, όμως τώρα αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ αυτό».
Ο Βαλεντάιν ανασήκωσε τους ώμους.
«Νομίζω πως είναι λιγάκι κουρασμένη. Ελπίζω ότι θα περάσει».
Ο πατέρας του χασκογέλασε.
«Έτσι μπράβο, αγόρι μου. Εύχομαι να μπορούσα να ελπίζω το ίδιο και για τη μαμά σου, αλλά φαίνεται πως μάλλον απολαμβάνει την κακή της διάθεση».
«Βλέπεις εδώ πόσο φαΐ επιστρέφει κι εγώ κάθομαι και ιδροκοπάω να τους φτιάξω ένα δείπνο της προκοπής; Τους παλιοαχάριστους!»
Η κυρία Ο’Λίρι σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της με μια πετσέτα για τα πιάτα.
«Αρκετά, κυρία Ο’Λίρι», είπε ο κύριος Μπερκ. «Καταλαβαίνω την απογοήτευσή σας, αλλά δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάτε για τους ανωτέρους σας».
«Ανώτεροι και κουραφέξαλα», μουρμούρισε ο Μπρένταν.
«Φαντάσου πόσα από τα έρμα πλάσματα που λιμοκτονούν στο Δουβλίνο θα καλοδέχονταν ένα τέτοιο εκλεκτό δείπνο», είπε ο Άντονι Ουόλς ανάβοντας την πίπα του. «Σαν τον καιρό του λιμού, όταν τα αφεντικά είχαν τραπέζια τόσο γεμάτα από φαγητό που κινδύνευαν να καταρρεύσουν από το βάρος, ενώ οι άνθρωποι πέρα στους βάλτους πέθαιναν λαχταρώντας ένα ξεροκόμματο».
«Αρκετά μ’ αυτή τη συζήτηση!» φώναξε ο κύριος Μπερκ. «Εκπλήσσομαι μαζί σας, κύριε Ουόλς».
«Ναι, κι εγώ», συμφώνησε ο Μπρένταν. «Εσείς δεν μου λέτε πάντοτε πως αυτού του είδους οι συζητήσεις είναι για την παμπ;»
Ο Άντονι τράβηξε μια παρατεταμένη ρουφηξιά από την πίπα του.
«Βεβαίως και το έλεγα, Μπρένταν. Πριν όμως ακούσουμε τις ιστορίες για τα δεινά που υπομένουν οι φτωχοί απεργοί στο Δουβλίνο. Θα έκαναν κάθε αξιοπρεπή Ιρλανδό να ξεσηκωθεί ενάντια στ’ αφεντικά του. Όσα φριχτά συνέβησαν τον καιρό του λιμού δεν είναι μακρινή ανάμνηση».
Η κυρία Ο’Λίρι σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
«Αναρωτιέμαι πώς να τα περνάει η καλή μας η Μπρίντι εκεί. Ελπίζω να έχει αρκετό φαΐ. Η μαμά της πάει να σκάσει από την ανησυχία της για εκείνη. Και τώρα και η Ρόζι. Θα προσεύχομαι και για τις δυο τους κάθε βράδυ».
«Για τη Ρόζι, πάντως, φύλα τες τις προσευχές σου», είπε η Σάντι που μόλις είχε μπει στην κουζίνα. «Η λαίδη Λουίζα φρόντισε να μου διηγηθεί όλη την ιστορία. Δεν θα πιστέψετε τι έγινε».
Η Ιμέλντα Φοξ έριξε στη Σάντι ένα ξινό βλέμμα.
«Δεν έχεις καμιά δουλειά να μιλάς γι’ αυτό».
Η Σάντι έκανε έναν μορφασμό.
«Υποθέτω πως η λαίδη τα είπε ήδη σε όλες σας επίσης, Ιμέλντα, μια που ήσασταν μαζί της στο Δουβλίνο. Και παίρνω όρκο πως δεν θες να κρατήσεις την ιστορία για τον εαυτό σου μόνο και μόνο για να προστατέψεις τη λαίδη. Θα έλεγα πως έχεις εντελώς άλλους λόγους».
Η Ιμέλντα κοκκίνισε.
«Δεν ξέρω σε τι αναφέρεσαι, Σάντι Κάναβαν».
«Θα μας πεις τελικά, Σάντι;» ρώτησε η κυρία Ο’Λίρι. «Μη μας κρατάς σε αγωνία».
Αναστεναγμοί και πνιχτές κραυγές ακούγονταν όσο η Σά-ντι αφηγούνταν την ιστορία για το πώς η λαίδη Μά-ριαν προ-σπάθησε να «πλασάρει» τη Ρόζι ως λαίδη και πώς η λαίδη Ένις τούς τσάκωσε στη μεγάλη χοροεσπερίδα στο ξενοδοχείο «Μέτροπολ». Της Θέλμα τής έπεσε η κατσαρόλα που κρατούσε μέσα σ’ έναν νεροχύτη γεμάτο σαπουνάδες κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Α, έγινε ολόκληρος χαμός», είπε η Σάντι διανθίζοντας την ιστορία για το κοινό της. «Φανταστείτε τη να φορά μια τουαλέτα που κόστισε καμιά χιλιάδα λίρες και να χορεύει με όλους τους αριστοκράτες δίχως καμιά έγνοια, κι έπειτα μπουμ –πάρ’ τα κάτω τα πάντα όλα– όταν η λαίδη την αναγνώρισε». Η Σάντι κράτησε την ανάσα της. «Για την ακρίβεια, ο αφέντης Βαλεντάιν την είδε πρώτος και της ζήτησε να χορέψουν, και ήταν αρκετά τολμηρή ώστε να βγει στην πίστα μαζί του. Τι θράσος!»
Η κυρία Ο’Λίρι έκανε τον σταυρό της.
«Ο Χριστός και η Παναγία!»
Η κυρία Μέρφι, που μόλις είχε μπει όταν η Σάντι άρχισε την ιστορία της, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.
«Μα τι στην ευχή του Θεού είχε κατά νου; Δεν ήξερε πως θα την τσάκωναν;»
Η Ιμέλντα συνοφρυώθηκε.
«Σίγουρα θα την είχε γλιτώσει αν η λαίδη Ένις δεν έκανε τόση φασαρία. Απλώς αυτό αποδεικνύει πως και του σπανού τα γένια γίνονται τελικά. Επειδή μια κοπέλα γεννήθηκε φτωχή, δεν σημαίνει πως δεν είναι εξίσου καλή με τις υπόλοιπες».
Η κυρία Ο’Λίρι χαμογέλασε ονειροπόλα.
«Θα ’λεγα πάντως πως η Ρόζι μας θα έδειχνε πανέμορφη. Είναι τόσο γλυκό κορίτσι. Και πάντοτε ήταν».
Η Σάντι τη στραβοκοίταξε.
«Ε, βέβαια, εσύ μόνο ζηλεύεις, Σάντι», πετάχτηκε ο Μπρένταν. «Εύχεσαι να ’σουν εσύ εκεί στη μεγάλη χοροεσπερίδα και να φοράς ένα φίνο φουστάνι».
«Α, βγάλε τον σκασμό, Μπρένταν, και κοίτα την αναθεματισμένη τη δουλειά σου!»
«Είπαν τίποτα για την Μπρίντι;» ρώτησε η κυρία Μέρφι.
Η Σάντι ανασήκωσε τους ώμους.
«Όχι. Εκτός κι αν η Ιμέλντα εδώ άκουσε κάτι».
Η Ιμέλντα κούνησε το κεφάλι.
«Ούτε λέξη», είπε.
Τέλος 15ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi