ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Έγειρε και πάλι στο μαξιλάρι της. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος ούτε μέσα στο σπίτι ούτε έξω στον δρόμο. Έπρεπε να σκεφτεί. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να φορέσει τα παλιά της ρούχα και να μαζέψει τα υπάρχοντα που είχε φέρει μαζί της. Όλα τα υπόλοιπα –όλα τα φορέματα και τα κοσμήματα που είχε αγοράσει η λαίδη Μάριαν– έπρεπε να μείνουν εκεί. Δεν της ανήκαν. Κανένα απ’ αυτά δεν υπήρξε ποτέ δικό της. Για άλλη μια φορά τής έδωσαν μια υπόσχεση ευτυχίας, μόνο και μόνο για να της την αρπάξουν την τελευταία στιγμή.Η Ρόζι ξύπνησε το επόμενο πρωί ξαφνιασμένη. Κοιτάχτηκε και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε βγάλει σωστά τα ρούχα της. Η τουαλέτα της, που ήταν τόσο όμορφη το προηγούμενο βράδυ, κειτόταν ένα κουβάρι στο πάτωμα κι εκείνη ακόμα φορούσε το μισοφόρι της. Οι αναμνήσεις της προηγούμενης βραδιάς άρχισαν να φιλτράρονται στη συνείδησή της, αλλά οι περισσότερες ήταν βυθισμένες στην ομίχλη. Η κουβέντα της με τον Βαλεντάιν ήταν θολή στο μυαλό της. Θυμήθηκε τον θυμό της λαίδης Ένις, αλλά της ήταν αδύνατον να θυμηθεί τι ακριβώς ειπώθηκε. Πώς είχε καταφέρει να γυρίσει πίσω στην πλατεία Φιτζουίλιαμ; Ω, ναι, ο Βαλεντάιν τής είχε καλέσει μια άμαξα.
Παραχώρησε στον εαυτό της λίγα λεπτά αυτολύπησης. Πώς είχε μπορέσει η λαίδη Μάριαν να σταθεί τόσο σκληρή και να την εμπλέξει σ’ εκείνη τη φαρσοκωμωδία; Να ήξερε άραγε ότι η λαίδη Ένις μαζί με τη Βικτόρια και τον Βαλεντάιν θα βρίσκονταν στη χοροεσπερίδα; Όχι, αυτό δεν είχε νόημα – ο θρίαμβος της λαίδης Μάριαν θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αν είχε πραγματικά επιτύχει να της βρει έναν σύζυγο. Και πάλι όμως ήθελε να στρέψει τον θυμό της προς κάποιον. Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένη εκεί, η Ρόζι συνειδητοποίησε πως ο πραγματικός αποδέκτης του θυμού της ήταν ο ίδιος της ο εαυτός.
Βυθίστηκε και πάλι στον ύπνο, ώσπου ένα χτύπημα στην πόρτα την ξάφνιασε.
«Μαντμουαζέλ;»
Ήταν η Σελίν.
«Φύγε».
«Μα, μαντμουαζέλ, σας ζητούν κάτω».
«Όχι, πες τους πως δεν είμαι καλά».
«Ντ’ ακόρ».
Η Ρόζι πετάχτηκε από το κρεβάτι. Δεν άντεχε ν’ αντικρίσει κανέναν. Θα το έσκαγε κρυφά από τις πίσω σκάλες και θα έβγαινε από τον πίσω κήπο. Άρον άρον, φόρεσε τα παλιά της ρούχα και έριξε τα λιγοστά της υπάρχοντα μέσα σε μια τσάντα. Προσπάθησε να μη σκεφτεί τι θα γινόταν αν επέστρεφε στην τρώγλη της Μπρίντι στο Φόλεϊ Κορτ, αλλά δεν είχε άλλη λύση. Μόλις ετοιμάστηκε, σύρθηκε προς την πόρτα για να την ξεκλειδώσει. Παίρνοντας βαθιά ανάσα την άνοιξε για να βγει έξω και έπεσε πάνω στη Βικτόρια.
«Ρόζι;»
Η Ρόζι προσπάθησε να την παραμερίσει.
«Πρέπει να φύγω προτού με δει κανείς».
Η Βικτόρια όμως την άρπαξε από το μπράτσο.
«Σε παρακαλώ, Ρόζι. Σε παρακαλώ, μίλα μου. Κι αν θέλεις ύστερα να δραπετεύσεις, θα σε βοηθήσω. Μίλα μου όμως πρώτα».
Η Ρόζι κοίταξε το ειλικρινές πρόσωπο της Βικτόριας. Τι κακό μπορούσε να γίνει τώρα αν της μιλούσε; Τίποτα δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει. Ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε στο δωμάτιο, πετώντας την τσάντα της στο πάτωμα και πέφτοντας στο κρεβάτι. Η Βικτόρια έκλεισε την πόρτα σιωπηλά πίσω της και την κλείδωσε. Προχώρησε προς την καρέκλα και κάθισε κάτω κοιτώντας τη Ρόζι.
«Λυπάμαι πολύ, Ρόζι…» άρχισε.
«Δεν έχεις κάτι να λυπάσαι», τη διέκοψε η Ρόζι. «Δεν με γελοιοποίησες εσύ. Μονάχη μου το έκανα στον εαυτό μου».
«Όχι, ήταν η θεία Μάριαν και η μαμά και…»
«Α, ναι, και ο Βαλεντάιν».
Η Βικτόρια αναστέναξε.
«Ναι, όλοι μας φταίξαμε, υποθέτω». Έσκυψε μπροστά στην καρέκλα της. «Δεν ήταν προσχεδιασμένο, Ρόζι, ειλικρινά δεν ήταν. Η μαμά κι εγώ δεν είχαμε ιδέα ότι θα ήσουν στη χοροεσπερίδα, και ακόμη κι όταν ο Βαλεντάιν σε εντόπισε δεν σε αναγνωρίσαμε. Νομίζαμε πως ήσουν κάποια φίλη του από τον καιρό που ζούσε στο Δουβλίνο. Μια όμορφη φίλη του, οφείλω να ομολογήσω».
Η Βικτόρια έριξε μια ματιά στο κουβαριασμένο φόρεμα της Ρόζι στο πάτωμα. Το σήκωσε και το κράτησε μπροστά της.
«Ω Ρόζι, αυτό είναι τόσο όμορφο! Έδειχνε εκθαμβωτικό πάνω σου. Τι δουλειά έχει στο πάτωμα;»
Η Ρόζι σήκωσε τους ώμους και δεν είπε τίποτε. Η Βικτόρια άπλωσε το φόρεμα πάνω στα γόνατά της και άρχισε να το ισιώνει.
«Όπως σου είπα, κανένας μας δεν ήξερε πως θα ήσουν εκεί. Ήταν ιδέα της μαμάς να έρθουμε στο Δουβλίνο και να πιάσουμε το σπίτι στην πλατεία Μέριον. Ήταν το πρώτο σημάδι ζωής που έδειξε ύστερα από τον θάνατο του Τόμας και δεν ήθελα να την απογοητεύσω. Ο Βαλεντάιν προσφέρθηκε να μας συνοδεύσει».
Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο της Βικτόριας καθώς ανέφερε το όνομα του αδελφού της.
«Φαινόταν πολύ πρόθυμος να φύγει από το Ένισμορ. Δεν καταλαβαίνω γιατί ήθελε να αφήσει πίσω μόνη της τη Σοφία και το μωρό και να μας συνοδεύσει. Στο παρελθόν έκανε σαν να του ξεριζώναμε τα δόντια έτσι και του ζητούσαμε να έρθει μαζί μας».
«Είναι καλά η Σοφία και το μωρό;»
Η Ρόζι πίεσε τις λέξεις να βγουν από τα χείλη της, ανίκανη να συγκρατήσει την περιέργειά της.
«Τι; Ω, ναι, έτσι φαίνεται. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω ότι η Σοφία είναι πολύ πιο συγκρατημένη από εκείνο το ανέμελο κορίτσι που είχαμε γνωρίσει στην αρχή, αλλά φαίνεται ικανοποιημένη. Και ο μικρός Τζούλιαν είναι απολαυστικός. Έχει κατακτήσει τους πάντες στο σπίτι με το χαρούμενο γέλιο του».
Έμειναν σιωπηλές για μια στιγμή.
«Ρόζι, γιατί το ’σκασες;» ρώτησε η Βικτόρια ξαφνικά.
Η Ρόζι σφίχτηκε.
«Δεν το ’σκασα. Ήρθα να δω την αδελφή μου. Ανησυχούσα για εκείνη. Όλοι μας».
«Θα μπορούσες όμως να μας είχες προειδοποιήσει, Ρόζι. Θα μπορούσες να μας πεις πού πήγαινες. Ανησυχήσαμε όλοι τόσο για σένα».
«Αμφιβάλλω γι’ αυτό».
«Κι όμως. Τουλάχιστον εγώ, όπως κι ο Βαλεντάιν. Και το προσωπικό πάντοτε ρωτάει αν είχαμε νέα σου».
«Α, ναι, μάλλον η Σάντι Κάναβαν ψάχνει για κουτσομπολιά».
«Πήγα τελικά στο σπίτι σου. Η καημένη η μητέρα σου ήταν σε απόγνωση. Προφανώς, δεν είχες προειδοποιήσει ούτε εκείνη. Είπε πως απλώς άφησες ένα σύντομο σημείωμα, στο οποίο έλεγες ότι πήγαινες να δεις την Μπρίντι στο Δουβλίνο. Δεν είχε όμως λάβει κανένα γράμμα σου έκτοτε».
Η Ρόζι στριφογύρισε στο κρεβάτι παλεύοντας με τις τύψεις που άρχισαν να την καταλαμβάνουν. Την καημένη τη μαμά.
«Ρόζι, τι σου κάναμε; Αν μας είχες εξηγήσει τι έφταιξε, θα το είχαμε διορθώσει. Δεν ήταν ανάγκη να το σκάσεις».
«Κανένας δεν μπορούσε να το φτιάξει», είπε απότομα η Ρόζι. Αμέσως ευχήθηκε να μπορούσε να πάρει τα λόγια της πίσω, αλλά συνέχισε, ελπίζοντας ότι η Βικτόρια δεν την είχε ακούσει. «Και σου είπα, δεν το ’σκασα. Ένιωσα πως η Μπρίντι βρισκόταν σε κίνδυνο και είχα δίκιο, όντως βρίσκεται. Ζει μες στη φτώχεια εδώ στο Δουβλίνο μ’ έναν μπεκρούλιακα σύζυγο κι ένα άρρωστο παιδί. Προσπάθησα να βρω δουλειά για να τη βοηθήσω, αλλά δουλειά δεν υπήρχε. Κι όταν η θεία σου προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βρω σύζυγο, την άρπαξα. Δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη επιλογή».
Η Βικτόρια πλησίασε και χτύπησε παρηγορητικά το χέρι της Ρόζι.
«Αυτό είναι τρομερό, Ρόζι. Την καημένη την Μπρίντι! Δεν θα μπορούσες να κανονίσεις να πάρεις εκείνη και το παιδί μαζί σου στο σπίτι;»
«Όχι, θα ήταν πολύ μεγάλη ντροπή για εκείνη, ο Θεός να την έχει καλά. Εξάλλου, εκείνος ο μεθύστακας αγροίκος που παντρεύτηκε θα την έβρισκε και θα την έσερνε με το ζόρι πίσω. Κι ακόμα κι αν δεν το έκανε, δεν νομίζω πως θα τον άφηνε. Είναι ο πατέρας του παιδιού της, στο κάτω κάτω, και πιστεύει πως όπως έστρωσε πρέπει να κοιμηθεί. Την καημένη την Μπρίντι!»
Η Βικτόρια ακούμπησε την πλάτη της πίσω στην καρέκλα.
«Ο Βαλεντάιν κι εγώ ελπίζαμε να σε πετύχουμε στο Δουβλίνο. Μου είπε πως έμαθε από τη μαμά σου πού έμενε η Μπρίντι».
Η Ρόζι έμεινε άναυδη.
«Για τ’ όνομα του Θεού, μη μου πεις πως πήγε εκεί!»
«Όχι ακόμη, φτάσαμε μόλις λίγες ημέρες πριν. Γνωρίζω όμως πως είχε σκοπό να πάει. Και να που σε είδαμε στη χοροεσπερίδα στο ξενοδοχείο “Μέτροπολ”. Είμαι σίγουρη πως ήταν κατενθουσιασμένος που σ’ έβλεπε. Ήσασταν τόσο καλοί φίλοι οι δυο σας». Η Βικτόρια έκανε παύση. «Είναι κάτω», συνέχισε. «Θα τον δεις;»
Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι της με αποφασιστικότητα.
«Όχι».
Βυθίστηκαν και πάλι στη σιωπή. Φωνές ακούγονταν από κάτω. Η Ρόζι σηκώθηκε.
«Πρέπει να πηγαίνω».
Η Βικτόρια σηκώθηκε και έπιασε τη Ρόζι από τα μπράτσα.
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, Ρόζι, έλα πίσω μαζί μου στο Ένισμορ. Δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ, το είπες και μόνη σου πως δεν μπορείς να βοηθήσεις την αδελφή σου και δεν υπάρχει δουλειά. Πού αλλού έχεις να πας; Έλα πίσω σπίτι, εκεί όπου νοιαζόμαστε για σένα».
Η Ρόζι συγκρατούσε τα δάκρυά της καθώς κοιτούσε το σοβαρό πρόσωπο της φίλης της. Η λέξη «σπίτι» την είχε συγκινήσει περισσότερο απ’ όσο μπορούσε ν’ αντέξει. Ήξερε ότι η Βικτόρια εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει. Αγαπημένη Βικτόρια.
«Δεν μπορώ, Βικτόρια. Δεν μπορώ να τους αντιμετωπίσω».
Η Βικτόρια την άρπαξε πιο δυνατά.
«Έλα για χάρη μου τότε. Δεν έχεις ιδέα πόση μοναξιά νιώθω. Δεν έχω κανέναν να μιλήσω, κανέναν να εξομολογηθώ. Η Σοφία είναι απασχολημένη με το μωρό, και ξέρεις πως δεν μπορείς να κάνεις κουβέντα ούτε με τη μαμά ούτε με τη θεία Λουίζα. Κι ο Βαλεντάιν έχει αλλάξει. Κάποτε μπορούσαμε να γελάσουμε πολύ μαζί, αλλά δεν τον έχω δει να χαμογελάει εδώ και αιώνες».
Ένα ρεύμα θυμού διαπέρασε τη Ρόζι και τραβήχτηκε μακριά από τη Βικτόρια.
«Να γυρίσω απλώς για να σου κάνω παρέα;» Της ξέφυγε ένα πικρό γέλιο. «Τίποτα δεν αλλάζει, έτσι δεν είναι, Βικτόρια; Γι’ αυτό με ήθελες εξαρχής, έτσι δεν είναι; Κι όταν έφυγες για το Δουβλίνο και βρήκες νέους φίλους, μ’ έκανες στην άκρη. Τώρα βρίσκεσαι κολλημένη πάλι στο Ένισμορ, πλήττεις και νιώθεις μοναξιά, και νομίζεις πως θα χτυπήσεις τα χέρια σου και θα έρθω τρέχοντας. Λοιπόν, δεν θα το κάνω. Δεν θα σε αφήσω να με χρησιμοποιείς άλλο!»
Η Βικτόρια έσκυψε το κεφάλι.
«Έχεις δίκιο, Ρόζι. Σε χρησιμοποίησα. Υποθέτω πως όλοι το κάναμε».
Η Ρόζι ανασήκωσε τους ώμους.
«Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει πια σημασία. Πρέπει να φύγω».
Η Βικτόρια έγνεψε. Δάκρυα σκέπασαν τα γαλάζια μάτια της.
«Θα πάω κάτω και θα τους τραβήξω την προσοχή για να μπορέσεις να βγεις απαρατήρητη. Αντίο, Ρόζι. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο».
Με αυτά τα λόγια η Βικτόρια έφυγε. Η Ρόζι περίμενε ώσπου να την ακούσει να μπαίνει στο καθιστικό και τότε, όσο πιο ήσυχα μπορούσε, σύρθηκε στις πίσω σκάλες και βγήκε έξω από την πύλη στον τοίχο του μικροσκοπικού πίσω κήπου. Δεν γύρισε να κοιτάξει το σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ.
Όσο η Ρόζι και η Βικτόρια μιλούσαν στον πάνω όροφο, η λαίδη Ένις πήγαινε πάνω κάτω στο καθιστικό της λαίδης Μάριαν. Ούτε ο Βαλεντάιν ούτε η Βικτόρια μπόρεσαν να την εμποδίσουν να έρθει στο σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ και να αντιμετωπίσει τη νύφη της για άλλη μία φορά.
«Είπες ό,τι ήταν να πεις χτες βράδυ, μαμά», είπε ο Βαλεντάιν. «Σε παρακαλώ, άσε τα πράγματα ως έχουν».
«Δίκιο έχει, μαμά», επανέλαβε η Βικτόρια. «Αρκετό κακό έκανες».
Η λαίδη Ένις κοίταξε εμβρόντητη τα παιδιά της. Πώς τολμούσαν κι οι δυο τους να στρέφονται εναντίον της με αυτόν τον τρόπο;
«Αυτή η χωριατοπούλα σάς έχει γοητεύσει και τους δυο σας και δεν μπορώ να το καταλάβω. Αν ήμουν αρκετά ανόη-τη για να πιστεύω τις σαχλαμάρες που διαδίδουν οι ντόπιοι Ιρλανδοί, θα στοιχημάτιζα πως σας έχει κάνει μάγια. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να σας πείσει να στραφείτε ενάντια στην ίδια σας την οικογένεια και την τάξη;»
«Τώρα υπερβάλλεις, μητέρα», είπε η Βικτόρια, «αλλά αν υπάρχει συμπάθεια, αυτή οφείλεται στον σκανδαλώδη τρόπο με τον οποίο της φέρθηκες».
Το πρόσωπο της λαίδης Ένις πήρε μια σκληρή έκφραση. Αρνήθηκε να συνεχίσει τη λογομαχία με τα παιδιά της.
«Φέρε την άμαξα, Βαλεντάιν».
Καθώς κατευθυνόταν προς την πλατεία Φιτζουίλιαμ, η λαίδη Ένις έκανε ευχάριστες σκέψεις για τη συνάντηση που θα επακολουθούσε. Ήθελε συχνά να εκφράσει την οργή της στην αδελφή του Έντουαρντ για όλους τους εξευτελισμούς, τις προσβολές, τις μικροπρέπειες και τις συγκαλυμμένες επικρίσεις που είχε δεχτεί από αυτή τη γυναίκα, αλλά για χάρη της ηρεμίας και φοβούμενη τον οξύθυμο χαρακτήρα του Έντουαρντ είχε συγκρατηθεί. Αν ήταν ειλικρινής, θα παραδεχόταν πως την απασχολούσε λιγότερο το γεγονός ότι η υπηρέτρια είχε τολμήσει να παρουσιαστεί ανώτερη από την κοινωνική της θέση από το γεγονός ότι όλο αυτό το είχε οργανώσει η λαίδη Μάριαν. Κάνοντας όμως κάτι τέτοιο, η λαίδη Μάριαν της είχε δώσει επιτέλους την τέλεια ευκαιρία να επιστρέψει στη νύφη της όλο το δηλητήριο που είχε μαζέψει για εκείνη όλα τα χρόνια του γάμου της.
Όταν έφτασαν, η Βικτόρια ζήτησε την άδεια να πάει επάνω, ενώ ο Βαλεντάιν σωριάστηκε κατσουφιασμένος σε μια καρέκλα στη γωνία. Η λαίδη Ένις είχε αρνηθεί να καθίσει και να πιει το τσάι που τους πρόσφερε η λαίδη Μάριαν. Είχε οπλιστεί για μάχη και δεν ήθελε να χάσει την κατάλληλη στιγμή. Δεν παρατήρησε ότι η έκφραση της λαίδης Μάριαν ήταν τόσο άγρια όσο η δική της.
«Όπως είπα χτες βράδυ, Μάριαν, είμαι εξοργισμένη από αυτό σου το τέχνασμα. Αναμφίβολα έχεις σπιλώσει τη φήμη σου ανεπανόρθωτα, και μαζί έθεσες σε κίνδυνο και τη φήμη της οικογένειας Μπελ».
«Εννοείς πως σπίλωσα τη δική σου φήμη, ανυπόφορη ψηλομύτα!»
Το ξέσπασμα της λαίδης Μάριαν αιφνιδίασε τη λαίδη Ένις. Πώς τολμούσε αυτή η γυναίκα να της απευθύνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο; Έστρεψε γύρω της το βλέμμα αναζητώντας έναν σύμμαχο, αλλά ο γιος της έμενε βουβός και εκείνος ο αφόρητος κύριος Κίρνι είχε ξεσπάσει σε δυνατά γέλια. Οπότε δεν τον έβρισκε.
«Θα αγνοήσω αυτό το σχόλιο, Μάριαν. Τίποτα δεν συγχωρεί όσα έκανες σε αυτήν την οικογένεια. Τι στην ευχή σε έπιασε και έκανες κάτι τέτοιο, αν όχι για να με εξευτελίσεις; Είμαι βέβαιη ότι δεν ήταν από ενδιαφέρον για το καλό του κοριτσιού. Ούτε καν τη γνωρίζεις».
«Όχι, δεν τη γνωρίζω, αλλά υπήρχε κάτι ελκυστικό σ’ αυτήν. Ίσως ήταν η τιμιότητά της και η απόλυτη έλλειψη δόλου που με τράβηξαν. Διέκρινα αμέσως τις τεράστιες δυνατότητες που είχε, και ήταν τόσο ταπεινή που ούτε καν το γνώριζε». Η λαίδη Μάριαν έκανε παύση και αναστέναξε. «Πώς θα μπορούσε όμως κάποια σαν κι εσένα να καταλάβει τι σημαίνει να θες να βοηθήσεις έναν άνθρωπο λιγότερο τυχερό από εσένα; Εσύ, Θία, ζεις σ’ έναν κόσμο το επίκεντρο του οποίου είσαι εσύ, και κανένας, ούτε τα ίδια σου τα παιδιά, δεν μπορεί να διεκδικήσει αυτή τη θέση».
«Μην αλλάζεις θέμα! Αν δεν ήταν δική σου η ιδέα να με εξευτελίσεις, τότε θα πρέπει να προήλθε από αυτόν τον αντιπαθητικό ανθρωπάκο που σε ακολουθεί παντού σαν υπάκουο κανίς».
Η λαίδη Ένις κοίταξε τον κύριο Κίρνι, ο οποίος περισσότερο από δειλία παρά από θυμό σηκώθηκε και υποκλίθηκε, ανεμίζοντας το παρδαλό μεταξωτό μαντίλι από την τσέπη του σακακιού του προς το μέρος της.
Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα. Ένιωσε το πρόσωπό της να ανάβει και ιδρώτας άρχισε να κυλά στον σβέρκο της. Τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά όσο περίμενε. Μακάρι να ήταν εδώ ο Έντουαρντ ή η Λουίζα να την υπερασπιστούν. Όσο όμως το σκεφτόταν, συνειδητοποίησε ότι κανείς τους δεν θα μπορούσε να τη στηρίξει. Αδύναμοι όλοι τους. Ο θυμός της ήταν έτοιμος να εκραγεί. Για όλα έφταιγε εκείνη η χωριατοπούλα. Στάθηκε σκέτη κατάρα για την οικογένεια από την πρώτη στιγμή που έφτασε στο Ένισμορ.
«Πού είναι αυτό το παλιοθήλυκο τώρα;»
Ο Βαλεντάιν πετάχτηκε και όρμησε προς την πόρτα.
«Δεν μπορώ να τ’ ακούω πλέον όλα αυτά. Πάω μια βόλτα».
«Είναι πάνω», απάντησε η λαίδη Μάριαν και κάθισε δίπλα στον κύριο Κίρνι. «Σκοπεύω να πάω πάνω και να της ζητήσω συγγνώμη αμέσως μόλις φύγετε».
Τα πόδια της λαίδης Ένις λύγισαν και ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει στα πνευμόνια της. Αφού κρατήθηκε από ένα τραπεζάκι, κατέφυγε σε μια καρέκλα. Τι στην ευχή συνέβαινε μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Να ζητήσει συγγνώμη; Από την υπηρέτρια; Ξαφνικά είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα;
Η λαίδη Μάριαν συνέχισε να μιλά, σαν να μονολογούσε.
«Οφείλω να το παραδεχτώ, στην αρχή είδα την όλη ιδέα ως αστείο. Τι πλάκα που θα είχε να τη φέρει κανείς στις πληκτικές κυρίες της καλής κοινωνίας του Δουβλίνου! Και η Ρόζαλιντ –ε, η Ρόζι– ήταν τέλεια. Ήταν όμορφη, μιλούσε ωραία και οι τρόποι της ήταν άψογοι. Οποιοσδήποτε τη γνώριζε θα υπέθετε ότι είναι λαίδη».
Η λαίδη Ένις ρουθούνισε.
«Όλα αυτά χάρη στη μόρφωση και την ανατροφή που πήρε στο Ένισμορ, και παρ’ όλα αυτά φάνηκε αχάριστη. Αρνήθηκε να γίνει η προσωπική υπηρέτρια της Βικτόριας όταν της ζητήθηκε, κι ύστερα το ’σκασε επειδή η ζωή της υπηρέτριας δεν έδειχνε να της ταιριάζει».
Η λαίδη Μάριαν την αγνόησε.
«Όπως είπα, θα ήταν πολύ εύκολο μ’ ένα κορίτσι σαν κι αυτήν, και τα καταφέρναμε μια χαρά προτού παρέμβεις εσύ, Θία. Τόσοι νεαροί άντρες έδειχναν ενδιαφέρον». Αναζήτησε το χέρι του κυρίου Κίρνι. «Αυτό όμως που δεν πάψαμε στιγμή να σκεφτόμαστε, αγαπητέ κύριε Κίρνι, ήταν η ζημιά που κάναμε στη Ρόζι».
Ο κύριος Κίρνι έγνεψε.
«Θα το ανακάλυπτε αργά ή γρήγορα, υποθέτω».
«Ναι», συμφώνησε η λαίδη Μάριαν, «αλλά ήλπιζα μέχρι τότε ο μνηστήρας της να ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της που η κοινωνική της τάξη να μην τον απασχολούσε». Στράφηκε προς τη λαίδη Ένις. «Αυτό που έκανα ήταν τέχνασμα όντως, Θία, αλλά όχι επειδή σπίλωσε τη φήμη σου. Ούτε τη δική μου! Δεκάρα δεν δίνω τι θα σκεφτούν οι κυρίες του Δουβλίνου για μένα. Όχι, αυτό που έκανα συνέτριψε μια αθώα κοπέλα που εναπόθεσε όλη την εμπιστοσύνη της σ’ εμένα. Είμαι αποφασισμένη τώρα να επανορθώσω με όποιον τρόπο μπορώ». Σηκώθηκε. «Αν μου επιτρέπετε, θα πάω πάνω να της μιλήσω τώρα».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Βικτόρια μπήκε στο δωμάτιο.
«Είναι πολύ αργά, θεία Μάριαν», είπε. «Η Ρόζι έφυγε».
Η λαίδη Μάριαν αναστέναξε.
«Κελ ντομάζ!»
Η λαίδη Ένις άρπαξε την ευκαιρία για να κάνει την έξοδό της. Σηκώθηκε και ίσιωσε το φουστάνι της.
«Βικτόρια», είπε, «ο αδελφός σου με μεγάλη αγένεια μας εγκατέλειψε. Πήγαινε να καλέσεις την άμαξα. Επιστρέφουμε στην πλατεία Μέριον να πούμε στη Φοξ να πακετάρει τα πράγματά μας. Από κει θα φύγουμε απευθείας για το Ένισμορ. Μπούχτισα πια με το Δουβλίνο. Καλή σου μέρα, Μάριαν».
Τέλος 14ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi