ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13


«Τι στην ευχή συμβαίνει, Θία;» ρώτησε ο λόρδος Ένις τρέχοντας στο δωμάτιο. «Τι σ’ έπιασε; Να πω στη Λουίζα να φωνάξει τον γιατρό;»Τον Φεβρουάριο του νέου έτους έφτασε ένα τηλεγράφημα και τα νέα του απλώθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη στο Ένισμορ σαν αντίλαλος από τουφεκιά. Στη βιβλιοθήκη, η λαίδη Ένις ούρλιαζε και πέταξε κάτω το τηλεγράφημα σαν να είχε πάρει φωτιά.

Προσπάθησε να οδηγήσει ήρεμα τη γυναίκα του σ’ έναν καναπέ, αλλά εκείνη είχε γίνει άκαμπτη σαν πτώμα, και το ίδιο λευκή. Η λαίδη Λουίζα έσκυψε να μαζέψει το τηλεγράφημα. Το περιεργάστηκε βιαστικά και το έδωσε στον γαμπρό της.

«Ίσως αυτό να τα εξηγεί όλα», είπε.

Ο λόρδος Ένις πήρε το τηλεγράφημα που έγραφε 14 Φεβρουαρίου 1913 και το διάβασε, με τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα. Όταν κοίταξε τις γυναίκες, το πρόσωπό του κοκκίνισε από ευχαρίστηση.

«Τι σπουδαία νέα!» αναφώνησε. «Τι υπέροχη εξέλιξη! Ο Θεός επιτέλους έστειλε τις ευλογίες του στην οικογένεια Μπελ».

Η γυναίκα του έβγαλε μια ακόμα κραυγή.

«Ασφαλώς και δεν το εννοείς αυτό, έτσι, Έντουαρντ; Είναι τα πιο απαίσια νέα που μπορεί κανείς να φανταστεί».

«Τι; Πως θα έχουμε έναν εγγονό; Πως ο Βαλεντάιν και η Σοφία παντρεύονται; Πως θα επιστρέψουν σύντομα στο Ένισμορ; Δεν σε καταλαβαίνω, Θία».

Η λαίδη Ένις σωριάστηκε στον καναπέ, κάνοντας αέρα μανιωδώς για να δροσιστεί από μια ξαφνική αναζωπύρωση της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι.

«Έντουαρντ, πώς μπορείς να είσαι τόσο τυφλός; Ένας γάμος μεταξύ του γιου μας και αυτής της πρόστυχης Αμερικάνας, και εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτα μέχρι πρότινος; Εξευτελιστήκαμε, Έντουαρντ. Πώς θα το εξηγήσουμε αυτό;»

Ο λόρδος Ένις τώρα εκνευρίστηκε.

«Ο γιος μας έκανε έναν επωφελή γάμο. Το παιδί γεννήθηκε – ένα αγόρι που θα εξασφαλίσει τη γενεαλογική μας συνέχεια στο μέλλον. Η έπαυλη των Ένις μπορεί να έχει σωθεί από το σφυρί του δημοπράτη. Το μέλλον των Μπελ είναι εξασφαλισμένο. Για όνομα του Θεού, τι άλλο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε, Θία; Δεν δίνω δεκάρα για τις κακές γλώσσες. Η κληρονομιά μας είναι ασφαλής, και αυτό είναι που έχει σημασία. Ο Τζουλς μού είπε ότι η Σοφία θα έχει πέντε χιλιάδες λίρες ετησίως, για να μην αναφέρω την προίκα που θα της έδωσε στον γάμο της – ένα γενναιόδωρο ποσό, δίχως αμφιβολία, καθώς είναι το μοναχοπαίδι του».

«Μόνο τα χρήματα σκέφτεσαι», είπε η λαίδη Ένις σκουπίζοντας τα μάτια της.

Ο λόρδος Ένις την κοίταξε.

«Καλά θα έκανες να τα σκεφτόσουν κι εσύ περισσότερο, αγαπητή μου. Οι υπερβολές σου όλα αυτά τα χρόνια μάς έχουν φέρει στα όρια της χρεοκοπίας. Θα έπρεπε να υποδεχτείς τη Σοφία με ανοιχτές αγκάλες. Είναι σωτήρας μας, και δικός σου και δικός μου». Διέσχισε το δωμάτιο και χτύπησε το κουδούνι καλώντας τον κύριο Μπερκ. «Τώρα σταμάτα αυτές τις ανοησίες και έλα να κάνουμε μια πρόποση για τον Βαλεντάιν και τη Σοφία, και για το νέο μας εγγονάκι!»

Για πρώτη και τελευταία φορά, η Ρόζι Κιλίν και η λαίδη Αλθία Ένις συμφωνούσαν. Παρότι οι αντιδράσεις τους στα νέα οφείλονταν σε πολύ διαφορετικούς λόγους, και οι δυο τους ήταν εξίσου συντετριμμένες. Η λαίδη Μάριαν ανακοίνωσε θριαμβευτικά τα νέα στη Ρόζι.

«Είναι υπέροχο, έτσι δεν είναι, Ρόζαλιντ; Αν και είμαι σίγουρη πως η Αλθία είναι εκτός εαυτού επειδή αυτοί οι νέοι είχαν την τόλμη να κάνουν το δικό τους χωρίς να ζητήσουν την άδειά της. Εντυπωσιάστηκα τη στιγμή που γνώρισα τη Σοφία – είναι τόσο ανεξάρτητη γυναίκα και τόσο γεμάτη ζωή. Θα ήταν ό,τι έπρεπε για την Αλθία. Ο αδελφός μου πετάει στα σύννεφα, ιδιαίτερα λόγω των χρημάτων που φέρνει μαζί της. Και ανυπομονώ να γνωρίσω τον νέο μου μικρανιψιό. Τζούλιαν τον λένε και…»

Η Ρόζι δεν άκουσε τα υπόλοιπα λόγια της λαίδης Μάριαν. Έβλεπε το στόμα της να κινείται, αλλά ένας εκκωφαντικός βόμβος στα αφτιά της την είχε ξαφνικά κουφάνει. Αισθάνθηκε να την καίει ένα ρεύμα πόνου, που διαπέρασε τα σωθικά ως τον λαιμό της, και ένιωσε την καρδιά της να συρρικνώνεται. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα και αρπάχτηκε από τα χερούλια της για να συγκρατηθεί να μη λιγοθυμήσει. Η λαίδη Μάριαν την κοίταξε με ανησυχία.

«Ω αγαπητό μου κορίτσι», άρχισε. «Ω, πόσο απερίσκεπτο από πλευράς μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ νοιαζόσουν ακόμη για τον Βαλεντάιν». Η λαίδη Μάριαν πλησίασε περισσότερο. «Πένθησε για εκείνον, γλυκιά μου», τη συμβούλεψε, «αλλά όχι πολύ. Ύστερα πρέπει να προχωρήσεις. Πήγαινε πάνω και ξεκουράσου. Θα στείλω τη Σελίν με λίγο τσάι».

Η Ρόζι χαμήλωσε το κεφάλι. Το πρόσωπό της άρχισε να καίγεται και τα μάτια της τη φαγούριζαν σαν να ήταν γεμάτα χαλίκια. Δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να κινηθεί, αλλά ήξερε πως έπρεπε να απομακρυνθεί από τη λαίδη Μάριαν. Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Πιάνοντας την κουπαστή για να στηριχτεί, ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε παραπατώντας στο δωμάτιό της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της με τα ρούχα, κρατώντας τις γροθιές της σφιγμένες στα πλευρά της. Καθώς κοιτούσε το ταβάνι αναπνέοντας με δυσκολία, φαντάστηκε πως ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα φέρετρο. Αν έμενε αρκετά ακίνητη, σκέφτηκε, θα μπορούσε να κρατήσει τον πόνο σε κάποια απόσταση.

Νύχτωσε και το φως έξω από το παράθυρο λιγόστεψε. Σ’ εκείνο το ανύπαρκτο κενό χρόνου ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα άφησε τις σκέψεις της να πάρουν μορφή μία μία – θυμός προς τον Βαλεντάιν για την προδοσία του, θυμός προς τον εαυτό της για την αφέλειά της, θυμός προς την οικογένεια Μπελ και τελικά θυμός προς τον Θεό. Όταν εκείνες οι σκέψεις παραμερίστηκαν, παραδέχτηκε ότι, παρ’ όλα τα γεγονότα που έδειχναν το αντίθετο, είχε διατηρήσει την ελπίδα πως μια μέρα θα επέστρεφε σ’ εκείνη. Πώς θα μπορούσε τώρα να προχωρήσει, αναρωτήθηκε, χωρίς ελπίδα γι’ αυτόν;

Όταν σηκώθηκε το επόμενο πρωί και ετοιμάστηκε και φόρεσε φρεσκοπλυμένα ρούχα, ένιωθε καθαρή. Αισθανόταν όμως και μέσα της μια αλλαγή την οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Η τρυφερότητα που πυροδοτήθηκε από την αγάπη της για τον Βαλεντάιν, και την οποία κάποτε κουβαλούσε στην καρδιά της, είχε μεταμορφωθεί, αμβλυμμένη από την απογοήτευση σε κάτι σκληρότερο. Ο έρωτας είχε απλώς φύγει, αφήνοντάς τη με μια αμετάκλητη απόφαση να αποδεχθεί τη μοίρα που της επιφυλασσόταν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να προσευχηθεί ώστε η επερχόμενη Σεζόν να έχει επιτυχία και να καταφέρει να ταιριάξει με κάποιον εύπορο μνηστήρα. Δεν την ένοιαζε αν θα ήταν νέος ή γέρος, άσχημος ή όμορφος, αρκεί να μπορούσε να της προσφέρει ασφάλεια. Μια φωνούλα μέσα της της έλεγε πως άξιζε κάτι καλύτερο απ’ αυτό.

Ο Ιούλιος έφτασε και μαζί του το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός της Σεζόν του 1913 – μια χοροεσπερίδα στο αρχοντικό ξενοδοχείο «Μέτροπολ» στο Δουβλίνο. Η λαίδη Μάριαν εξέπληξε τη Ρόζι με μια όμορφη τουαλέτα από τον οίκο Ουόρθ του Παρισιού.

«Ο μεσιέ Ουόρθ ήταν Γάλλος, γλυκιά μου», την πληροφόρησε η λαίδη Μάριαν, αγνοώντας το γεγονός ότι ο Τσαρλς Ουόρθ ήταν στην πραγματικότητα γεννημένος στην Αγγλία. «Τίποτε λιγότερο δεν θα σου ήταν αρκετό για την επίσημη είσοδό σου στην κοινωνία».

Η τουαλέτα άφησε τη Ρόζι με κομμένη την ανάσα, τόσο που σχεδόν φοβόταν να την αγγίξει. Την κρέμασε ψηλά στο δωμάτιό της και την κοιτούσε. Ήταν ένα απαλό, ανοιχτό πράσινο σατέν φόρεμα καλυμμένο μ’ ένα μπεζ τούλι και κεντημένο με κρυστάλλινα διαμαντάκια που έμοιαζαν με πολλά μικροσκοπικά άστρα. Είχε χαμηλό κόψιμο με ψηλή μέση και πιέτες που κατέληγαν στο πάτωμα. Η Ρόζι είχε μια ξαφνική ανάμνηση από εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο της Βικτόριας στο Ένισμορ, όταν είχε θαυμάσει τις τουαλέτες που της είχε δείξει η Βικτόρια – η μια πιο όμορφη από την άλλη. Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα αποκτούσε κάτι τόσο μεγαλοπρεπές. Επέτρεψε στον εαυτό της ένα μικρό ρίγος ευχαρίστησης.

Τη βραδιά της χοροεσπερίδας, η υπηρέτρια της λαίδης Μάριαν, η Σελίν, έντυσε τη Ρόζι και μάζεψε τις μαύρες μπούκλες της σ’ έναν λαμπερό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, όπου τοποθέτησε ορισμένα ανοιχτόχρωμα φτερά στο ίδιο χρώμα με την τουαλέτα της. Η Ρόζι δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη. Η τουαλέτα αναδείκνυε την ψηλή, λεπτή της σιλουέτα και τόνιζε τις πράσινες ανταύγειες στα μελιά μάτια της. Η επιδερμίδα της ήταν χλομή –οι φακίδες της αδιόρατες καθώς δεν της επιτρεπόταν να κυκλοφορεί στον ήλιο χωρίς παρασόλι– και τα χείλη της σαρκώδη και κόκκινα. Κοίταξε το εξαιρετικά όμορφο κορίτσι που καθρεφτιζόταν μπροστά της. Εκείνη ήταν; Ένας απρόσμενος φόβος την κατέλαβε και για μια στιγμή δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Το είδωλο στον καθρέφτη δεν μπορεί να είναι δικό της αλλά κάποιας ξένης, κάποιας απατεώνισσας. Η θέση της Ρόζι, της υπηρέτριας, ήταν να τρίβει γονατιστή το πάτωμα και όχι να στέκεται καμαρωτή φορώντας μια τουαλέτα.

«Μανιφίκ!» είπε η Σελίν διακόπτοντας τις σκέψεις της Ρόζι. «Είστε πανέμορφη, μαντμουαζέλ. Η κάρτα του χορού σας θα γεμίσει στο πιτς φιτίλι».

Η λαίδη Μάριαν άρχισε να χειροκροτεί καθώς η Ρόζι κατέβαινε τις σκάλες.

«Γλυκιά μου, είσαι μια οπτασία. Δεν συμφωνείτε, κύριε Κίρνι;»

Ο κύριος Κίρνι, ο οποίος φορούσε σκούρο μπλε βραδινό σακάκι με μπλε μεταξωτά πέτα, γκρίζο μεταξωτό γιλέκο και ζαχαρί παπιγιόν, υποκλίθηκε.

«Μια οπτασία όντως, γλυκιά μου», είπε απευθυνόμενος στη λαίδη Μάριαν, «κι ένα μπράβο σ’ εσένα για τη διορατικότητά σου και το καλό σου γούστο. Στοιχηματίζω πως θα μπορούσαμε να την πλασάρουμε και ως κάποια μακρινή γαλαζοαίματη, αν χρειαστεί».

Η Ρόζι άρχισε να τρέμει καθώς την έλουσε κρύος ιδρώτας.

«Ας πάμε στην άμαξα», είπε η λαίδη Μάριαν περνώντας βιαστικά μπροστά από τη Ρόζι μ’ ένα εκθαμβωτικό φόρεμα από λευκό σατέν καλυμμένο με στρας. «Δεν θέλουμε ν’ αργήσουμε».

Έξω από το ξενοδοχείο «Μέτροπολ», η οδός Σάκβιλ ήταν κατάμεστη από άμαξες. Καθώς η Ρόζι κατέβηκε, κοίταξε ολόγυρα το κτήριο γεωργιανής αρχιτεκτονικής, στην πρόσοψη του οποίου υπήρχαν μπαλκόνια με σκαλιστά διακοσμητικά κάγκελα, και άρχισε να τρέμει από ενθουσιασμό και δέος. Νεαρές γυναίκες, άλλες με σεμνά λευκά φορέματα, άλλες ντυμένες με πολύχρωμα μετάξια, σατέν και φτερά σαν ένα σμήνος τροπικών πτηνών, την περιτριγύριζαν στο πεζοδρόμιο. Τιτίβιζαν και χαχάνιζαν καθώς χαιρετούσαν η μία την άλλη. Η Ρόζι είδε πως οι περισσότερες ήταν αρκετά χρόνια μικρότερες από εκείνη. Παρότι ήταν μόνο είκοσι ενός, ένιωθε σαν γριά μπροστά τους. Υπήρχαν και μερικά μεγαλύτερα κορίτσια ωστόσο – σιωπηλά και σοβαρά, άλλα με ύφος ελαφριάς απόγνωσης, άλλα με ύφος άγριο σαν να ετοιμάζονταν για μάχη. Για πολλές αυτή θα ήταν η τελευταία τους Σεζόν, κι αν δεν εξασφάλιζαν ένα ταίρι, τους περίμενε μια εργένικη ζωή, όπως τη λαίδη Λουίζα. Η Ρόζι ένιωσε ένα μικρό κύμα οίκτου για εκείνες, αλλά και για την παλιά της δασκάλα.

Η λαίδη Μάριαν και ο κύριος Κίρνι την έβαλαν ανάμεσά τους πιάνοντάς την αγκαζέ και προχώρησαν προς τη σκάλα με το κόκκινο χαλί που οδηγούσε στην αίθουσα του χορού. Εξωτερικά η Ρόζι φαινόταν συγκροτημένη και ήρεμη, αλλά εσωτερικά πάσχιζε να μη δείξει πόσο εντυπωσιασμένη ήταν από όσα συνέβαιναν γύρω της. Χάζευε τα αειθαλή φυτά που στόλιζαν την κουπαστή της σκάλας, τις κόκκινες και ροζ ορτανσίες μέσα στα μπρούτζινα πιθάρια και τους κομψούς λευκούς κρίνους στα μεγάλα βάζα. Την ψηλοτάβανη αίθουσα χορού στεφάνωναν στρογγυλά φωτιστικά που σκορπούσαν ένα χρυσαφένιο φως στους κίτρινους τοίχους και στο πολυτελές πάτωμα από ξύλο σφένδαμου. Οι αψιδωτές πύλες δεξιά και αριστερά οδηγούσαν σε δωμάτια με λευκούς μπουφέδες, πάνω στους οποίους υπήρχαν ασημένιοι δίσκοι με φαγητό και κρυστάλλινα μπολ με παντς. Στην απέναντι πλευρά της αίθουσας, πάνω σε μια ανθοστολισμένη εξέδρα, μουσικοί έπαιζαν μια απαλή, αργή μελωδία.

Ένα απότομο τράβηγμα στο μπράτσο της την επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Ετοιμάσου για την είσοδό σου, Ρόζαλιντ», διέταξε η λαίδη Μάριαν.

Η χοροεσπερίδα δινόταν από τον λόρδο και τη λαίδη Μαουντνόρις προς τιμήν της μεγαλύτερης κόρης τους, της Καρολάιν. Η λαίδη Μαουντνόρις θεωρούνταν η κορυφαία οικοδέσποινα της δουβλινέζικης κοινωνίας, και η λαίδη Μάριαν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα όταν έλαβε την πρόσκλησή της. Ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την εκπαίδευση της Ρόζι φροντίζοντας να πάρει κι άλλα μαθήματα καλής συμπεριφοράς από την αξιότιμη κυρία Τάουνσεντ.

«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω την προστατευόμενή μου, δεσποινίδα Ρόζαλιντ Κιλίν», είπε η λαίδη Μάριαν καθώς άπλωνε το χέρι της προς τους οικοδεσπότες της.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Ρόζι χαμογέλασε, χαμήλωσε τα μάτια και έκανε μια μικρή αλλά τέλεια υπόκλιση.

«Γοητευτική», είπε η λαίδη Μαουντνόρις με τη βραχνή φωνή της κοιτάζοντας τη Ρόζι και έπειτα τον κύριο Κίρνι που είχε υποκλιθεί, με το ένα πόδι μπροστά, σαν αυλικός.

Η Ρόζι συγκράτησε την παρόρμησή της να σκάσει στα γέλια. Είχε συμπαθήσει πολύ τον κύριο Κίρνι, η εξωφρενική συμπεριφορά του οποίου δεν έπαυε ποτέ να τη διασκεδάζει. Χαμογέλασε στη λαίδη Καρολάιν, που την κοίταξε για μια στιγμή, παρατηρώντας την τουαλέτα της, και ύστερα την απέπεμψε με ένα ρουθούνισμα της μακρουλής, γαμψής μύτης της. Η λαίδη Μάριαν στάθηκε πίσω της, ενώ ο κύριος Κίρνι αποσύρθηκε για να φέρει σαμπάνια. Η Ρόζι, νιώθοντας άβολα με την αντίδραση της λαίδης Καρολάιν, στάθηκε όρθια, κρατώντας σφιχτά την κάρτα του χορού της στα ιδρωμένα της δάχτυλα. Είχε δύο υποψηφιότητες στην κάρτα της, που τις είχε κανονίσει εκ των προτέρων η λαίδη Μάριαν ώστε να μην περιμένει πολύ «στα αζήτητα», όπως το έθεσε η καλή λαίδη.

Ο κύριος Κίρνι επέστρεψε με σαμπάνια σε δύο μικροσκοπικά κρυστάλλινα ποτήρια. Η Ρόζι ήπιε τη δική της προσεκτικά, χωρίς να τολμά να την πιει μονορούφι. Έπρεπε να διατηρήσει τη σπιρτάδα της. Ηρέμησε όταν δύο νεαρές γυναίκες, που αποδείχτηκε ότι ήταν οι αδελφές Μπάτλερ, την πλησίασαν. Η Τζεραλντίν, η μεγαλύτερη, φορούσε ένα γαλάζιο μεταξωτό παντελόνι κεντημένο με κρύσταλλα. Η αδελφή της η Νόρα δεν προσπάθησε καν να ντυθεί για τον χορό. Φορούσε μια μακριά μαύρη φούστα και μια μπλούζα με ψηλό γιακά και με έναν μαύρο φιόγκο δεμένο στον λαιμό. Τα κορίτσια χαιρέτησαν τη Ρόζι με χαρά.

«Είσαι όμορφη, Ρόζαλιντ», είπε η Τζεραλντίν. «Φοβάμαι πως προκαλώ ένα μικρό σκάνδαλο με το παντελόνι μου, αλλά το διασκεδάζω τόσο πολύ».

«Είμαστε εδώ μόνο και μόνο επειδή επέμενε η μητέρα μας», πρόσθεσε η Νόρα, «αλλά αρνήθηκα να ντυθώ σαν γελοίο παραδείσιο πουλί – χωρίς παρεξήγηση, Ρόζαλιντ».

«Καμία παρεξήγηση», είπε η Ρόζι χαμογελώντας.

Εκείνη τη στιγμή, ένα κοντός, παχουλός άντρας πλη-σίασε τη Ρόζι.

«Είμαι εδώ για να ζητήσω τον χορό μου», είπε.

Ο νεαρός λόρδος Γκιλέσπι είχε υποχρεωθεί να έρθει στον χορό από τη μητέρα του, και η λαίδη Μάριαν και η Ρόζι μπορούσαν να δουν από την έκφρασή του ότι δεν ήταν χαρούμενος με την προοπτική αυτή. Σηκώθηκε και τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα ενώ οι μουσικοί ξεκίνησαν ένα αργό βαλς. Ο λόρδος Γκιλέσπι ήταν ένας σκυθωρπός και αλλόκοτος καβαλιέρος. Είχε ελάχιστη αίσθηση συγχρονισμού και της πατούσε τα δάχτυλα συνεχώς. Η Ρόζι χαμογέλασε όσο πιο χαριτωμένα μπορούσε και προσπάθησε να ανοίξει μια χαλαρή συζήτηση, στην οποία απαντούσε γρυλίζοντας. Η Ρόζι ανυπομονούσε να τελειώσει ο χορός.

Ο δεύτερος «κανονισμένος» καβαλιέρος της ήταν ακόμα περισσότερο κακόγουστος, ένας μεγαλύτερος άντρας με λεπτεπίλεπτα γκρίζα μαλλιά, ο οποίος την κρατούσε πολύ σφιχτά και της χαμογελούσε πλατιά δείχνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του. Ήταν όμως καλός χορευτής και η Ρόζι γλιστρούσε ολόγυρα στην πίστα μαζί του. Έκλεισε τα μάτια της για να μη χρειάζεται να τον κοιτάζει, προσπαθώντας να αφεθεί στους ήχους της μουσικής. Χαμογέλασε αυθόρμητα όταν ο χορός τέλειωσε, κάτι το οποίο εκείνος εξέλαβε εσφαλμένα ως ενθάρρυνση.

«Ελπίζω πως θα κρατήσετε στην κάρτα σας ένα κενό για έναν χορό αργότερα», είπε. «Λατρεύω τη μαζούρκα».

Η Ρόζι έγνεψε και κάθισε. Αν όλοι της οι καβαλιέροι ήταν σαν εκείνους τους δύο, σκέφτηκε, απλώς θα καθόταν εκεί ολόκληρη τη βραδιά. Αλλά δεν συνειδητοποιούσε πως είχε τραβήξει το ενδιαφέρον. Ένας ένας, όμορφοι άντρες στη σειρά την πλησίαζαν και της συστήνονταν. Πολλοί ήταν από το κολέγιο Τρίνιτι, ορισμένοι από το Κέιμπριτζ και την Οξφόρδη, και όλοι τους από επιφανείς αγγλοϊρλανδικές οικογένειες. Η λαίδη Μάριαν επέμενε να τη βοηθήσει να συμπληρώσει την κάρτα του χορού της, συμβουλεύοντάς τη για το ποιος ήταν κατάλληλος και ποιος όχι. Και πολύ σύντομα η κάρτα του χορού της Ρόζι γέμισε.

«Το ήξερα», είπε η λαίδη Μάριαν χαμογελώντας πλατιά στον κύριο Κίρνι. «Το ήξερα πως απόψε θα κάναμε πάταγο».

Όλη την υπόλοιπη ώρα η Ρόζι χόρεψε κάθε χορό – βαλς, πόλκες και μαζούρκες. Ξέπνοη ζήτησε συγγνώμη, επικαλούμενη την ανάγκη να ξεκουραστεί. Η λαίδη Μάριαν είχε φροντίσει να υπάρχουν κάποια διαλείμματα ανάμεσα στους χορούς, μην τυχόν και φανεί πολύ αγχωμένη. Η Ρόζι κάθισε στον διθέσιο καναπέ, κάνοντας αέρα με τη βεντάλια της. Χαμογελούσε και δεν δεσμευόταν, όπως την είχαν δασκαλέψει. Το πρωτόκολλο προέβλεπε ότι ο νεαρός θα κρατούσε επαφή μετά τη χοροεσπερίδα στέλνοντας την κάρτα του στην κατοικία της νεαρής κυρίας και ζητώντας της να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνη ήδη αξιολογούσε τους ενδια-φερόμενους. Είχε χαθεί στις σκέψεις της, με το κεφάλι της κάτω καθώς διάβαζε τα ονόματα στην κάρτα του χορού της, όταν μια φωνή τη διέκοψε.

«Μπορώ να έχω αυτόν τον χορό;»

Κάπου την ήξερε αυτή τη φωνή. Η καρδιά της σφίχτηκε μες στο στήθος της. Ιδρώτας ανάβλυσε στο πίσω μέρος του λαιμού της και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Με κόπο κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό της και να κοιτάξει ψηλά. Ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ ό,τι θυμόταν, το αγορίστικο λυγερό κορμί του είχε μετατραπεί σε ένα ρωμαλέο, μυώδες σώμα που διαγραφόταν κάτω από το βραδινό του σακάκι. Τα φωτεινά, ξανθά του μαλλιά είχαν σκουρύνει λίγο, αλλά τα γαλάζια του μάτια ήταν πιο διαυγή από ποτέ. Η Ρόζι πάλεψε με την παρόρμησή της να πέσει στην αγκαλιά του. Αντ’ αυτού, μαζεύτηκε και προσποιήθηκε μια αδιάφορη έκφραση.

«Λυπάμαι, έχω ήδη υποσχεθεί αυτόν τον χορό», είπε σαν να απευθυνόταν σε έναν ξένο, «και η υπόλοιπη κάρτα μου είναι γεμάτη».

«Μα, αγαπητή μου, αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε η λαίδη Μάριαν, αρπάζοντας την κάρτα του χορού της Ρόζι και δείχνοντάς τη. «Βλέπεις, αφήσαμε αυτόν τον χορό ανοιχτό ώστε να ξεκουραστείς. Αλλά σ’ τον ζητάει ο αγαπητός Βαλεντάιν. Δεν μπορείς να του τον αρνηθείς».

Η Ρόζι ήθελε να φωνάξει πως μπορούσε και παραμπορούσε. Δεν ήθελε όμως να προκαλέσει σκηνή. Κοίταξε τη λαίδη Μάριαν και μετά τον Βαλεντάιν.

«Και βέβαια όχι», είπε.

Ο Βαλεντάιν την οδήγησε στο κέντρο της πίστας. Η Ρόζι ήλπιζε πως θα ήταν ένας γρήγορος χορός, μια πόλκα ή μια μαζούρκα, ή ακόμα και η νέα χορευτική τρέλα, το τανγκό, ώστε να μην είναι υποχρεωμένη να του μιλάει. Οι μουσικοί όμως άρχισαν να παίζουν ένα αργό βαλς και ο Βαλεντάιν την πήρε στην αγκαλιά του.

«Δείχνεις υπέροχη, Ρόζι», είπε κοιτάζοντάς την απευθείας στα μάτια. «Δεν σ’ έχω ξαναδεί τόσο όμορφη».

Η Ρόζι δεν έλεγε τίποτα, μόνο κοίταζε πάνω από τον ώμο του, αποφασισμένη να μην προδώσει τα συναισθήματά της. Χόρεψαν γύρω στην πίστα σιωπηλά. Η Ρόζι ένιωσε σαν να αιωρούνταν. Δεν είχε ποτέ χορέψει μαζί του στο παρελθόν, παρότι συχνά φανταζόταν πώς θα ήταν. Και να τον τώρα εκεί… Άρχισε να τρέμει καθώς την κατέλαβε πανικός. Γιατί βρισκόταν εκεί; Ποιος ήταν μαζί του; Να ’ταν εδώ με τη Σοφία; Ακόμα χειρότερα, μήπως ήταν εκεί με τη λαίδη Ένις ή τη λαίδη Λουίζα ή τη Βικτόρια; Η Ρόζι ένιωσε να της έρχεται λιγοθυμία και παραπάτησε. Ο Βαλεντάιν τη στήριξε και την έπιασε πιο σφιχτά.

«Μου έλειψες τόσο πολύ, Ρόζι», ψιθύρισε στο αφτί της.

«Δεν είναι τρόπος αυτός να μιλά ένας παντρεμένος άντρας».

Ο Βαλεντάιν αναστέναξε.

«Ω Ρόζι, θέλω να σου εξηγήσω…»

«Δεν υπάρχει τίποτα να μου εξηγήσεις. Πήγες στην Αμερική και παντρεύτηκες, και τώρα έχεις έναν γιο. Ακούγεται αρκετά ξεκάθαρο σ’ εμένα».

«Δεν είναι όμως. Είναι πολλά που δεν ξέρεις».

Η Ρόζι τον κοίταξε.

«Ξέρω όλα όσα πρέπει να ξέρω».

Σταμάτησε στη μέση της πίστας, αγνοώντας τα βλέμματα γύρω της.

«Πήγαινε να χορέψεις με τη σύζυγό σου, Βαλεντάιν, και άσε με ήσυχη».

«Η Σοφία δεν είναι εδώ», είπε σκύβοντας το κεφάλι.

Η αναφορά στο όνομα της Σοφίας έδιωξε και την τελευταία υποψία φαντασίωσης που μπορεί να έτρεφε η Ρόζι για τον Βαλεντάιν. Όσο δεν άκουγε από εκείνον να λέει ότι η Σοφία ήταν όντως η σύζυγός του, κρεμόταν από ένα εύθραυστο ψήγμα ελπίδας ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν ένα λάθος. Τώρα ο ήχος του ονόματος της Σοφίας στα χείλη του τη χτύπησε με ορμή σαν γροθιά που την άφησε ξέπνοη. Παραπάτησε προς τα πίσω και σίγουρα θα έπεφτε αν δεν τη συγκρατούσε για άλλη μία φορά. Του έδωσε μια τελευταία πανικόβλητη σπρωξιά και έτρεξε εκεί όπου στεκόταν η λαίδη Μάριαν.

«Πρέπει να φύγω», είπε. «Δεν αισθάνομαι καλά».

Το πρόσωπο της λαίδης Μάριαν σκοτείνιασε.

«Δεν μπορείς να φύγεις, Ρόζαλιντ, είναι ανάρμοστη συμπεριφορά. Πρέπει να μείνεις και να ολοκληρώσεις τις δεσμεύσεις σου στον χορό».

«Δεν μου καίγεται καρφί αν είναι ανάρμοστη συμπεριφορά», είπε η Ρόζι απευθύνοντας όλη της τη σύγχυση στη λαίδη Μάριαν, «και δεν με λένε Ρόζαλιντ».

«Όχι, και βέβαια δεν τη λένε έτσι!»

Η φωνή πίσω της την έκανε να παγώσει. Ήταν η λαίδη Ένις.

«Για γύρνα, νεαρή μου, και δώσε εξηγήσεις».

Αργά, η Ρόζι έστρεψε το πρόσωπό της προς την κατήγορό της. Εκεί στεκόταν η λαίδη Ένις που την αγριοκοίταζε σαν να αντίκριζε κάποιο ανεπιθύμητο παράσιτο. Δίπλα της στεκόταν η Βικτόρια, με το στόμα ανοιχτό, και πίσω της ο Βαλεντάιν, με το κεφάλι σκυφτό.

«Πώς τολμάς να παρουσιάζεσαι ως λαίδη, βρε παλιοθήλυκο! Τι θράσος! Ποια στην ευχή νομίζεις ότι είσαι;»

Η Βικτόρια, καθώς άρχισε να συνέρχεται από το σοκ που της προκάλεσε η Ρόζι, μπήκε ανάμεσα στη μητέρα της και τη φίλη της.

«Σταμάτα, μαμά», είπε. «Άσ’ την ήσυχη. Δεν είναι ανάγκη να κάνεις ολόκληρη σκηνή».

Η λαίδη Ένις κοίταξε την κόρη της.

«Φύγε μακριά της, Βικτόρια. Μας κοιτάζουν όλοι. Θέλεις να ριψοκινδυνεύσεις τη φήμη σου παίρνοντας το μέρος μιας υπηρέτριας και προσβάλλοντας την ίδια σου τη μητέρα;»

Η Βικτόρια κοκκίνισε από θυμό. Με το ένα χέρι της αγκάλιασε τη Ρόζι.

«Ποτέ σου δεν κατάλαβες, έτσι, μαμά; Δεν είναι υπηρέτρια, είναι φίλη μου!»

Προτού η έξαλλη λαίδη Μάριαν προλάβει να παρέμβει, η λαίδη Ένις έστρεψε όλη της την οργή σ’ αυτήν και τον κύριο Κίρνι.

«Κι εσύ», είπε, «πώς τολμάς εσύ κι αυτός… αυτός ο κύριος να μας εξευτελίζετε με αυτόν τον τρόπο; Θα ’χουμε γίνει ο περίγελος της κοινωνίας του Δουβλίνου! Προσπαθείς να πλασάρεις μια υπηρέτρια ως κυρία της προκοπής; Είναι αδιανόητο! Στοιχηματίζω πως το έκανες για να με εξευτελίσεις. Πάντοτε έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου για να με ντροπιάσεις, και τώρα αυτό…»

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, παρότι η ορχήστρα εξακολουθούσε να παίζει, ένα μεγάλο μέρος του πλήθους είχε αφήσει την πίστα και είχε συγκεντρωθεί γύρω τους, με τις κυρίες να αφήνουν πνιχτές κραυγές, να ψιθυρίζουν και να χασκογελούν πίσω από τις βεντάλιες τους. Το δωμάτιο άρχισε να τρεμουλιάζει στα μάτια της Ρόζι. Άρπαξε την πλάτη του διθέσιου καναπέ για να μη λιποθυμήσει. Τα πάντα άρχισαν να την πνίγουν γύρω της και με δυσκολία κατάφερνε ν’ αναπνεύσει. Έπρεπε να φύγει. Με κόπο έδιωξε το χέρι της Βικτόριας και άνοιξε δρόμο σπρώχνοντας μέσα στο πλήθος, αγνοώντας τις φωνές πίσω της. Παραπάτησε στη σκάλα και βγήκε από την μπροστινή πόρτα του ξενοδοχείου. Στάθηκε έξω στο πεζοδρόμιο μπερδεμένη. Πού να πήγαινε;

Ένα χέρι πάνω στον ώμο της την ξάφνιασε και γύρισε σαν ανήσυχο ζώο έτοιμο να χιμήξει. Ήταν ο Βαλεντάιν.

«Έλα, Ρόζι, θα σε συνοδεύσω στο σπίτι».

«Στο σπίτι;» είπε εκείνη σπρώχνοντάς τον. «Χάρη σ’ εσένα και την οικογένειά σου δεν έχω σπίτι. Δεν μπορώ να επιστρέψω στη λαίδη Μάριαν έπειτα απ’ όλα αυτά».

«Πρέπει όμως», είπε εκείνος. «Πού αλλού έχεις να πας;»

Η Ρόζι κοίταξε την όμορφη τουαλέτα της. Πώς μπορούσε να πάει στο δωμάτιο της Μπρίντι ντυμένη έτσι;

«Βόηθα με, Θεέ μου», ψιθύρισε.

Ο Βαλεντάιν έκανε σινιάλο σε μια άμαξα ακριβώς τη στιγμή που η Βικτόρια εμφανίστηκε πίσω τους.

«Θα την πάω εγώ, Βαλεντάιν», είπε.

Ο Βαλεντάιν δίστασε. Κοίταζε μια την αδελφή του, μια τη Ρόζι.

«Είναι καλύτερα», επέμεινε η Βικτόρια. «Πρέπει να πάρεις τη μαμά από εδώ το συντομότερο δυνατόν. Είναι καθήκον σου ως συνοδός της».

Εκείνος έγνεψε και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Ρόζι έστρεψε το βλέμμα του.

«Πολύ καλά».

Μια άμαξα σταμάτησε στο κράσπεδο. Η Ρόζι άφησε τη Βικτόρια να τη βοηθήσει να μπει, αλλά την έσπρωξε όταν εκείνη προσπάθησε ν’ ανέβει.

«Όχι, Βικτόρια», είπε. «Άσε με ήσυχη, σε παρακαλώ».

Ζάρωσε στην όψη της απογοητευμένης έκφρασης της Βικτόριας. Πώς μπορούσε να της εξηγήσει ότι ακόμα και η θέα της όξυνε τον πόνο στην καρδιά; Δεν έπαυε να είναι μια Μπελ, και όσο αθώα και να ήταν, για τη Ρόζι εξακολουθούσε να εκπροσωπεί όλες τις πληγές που υπέφερε εξαιτίας εκείνης της οικογένειας. Έκλεισε την πόρτα της άμαξας και κάρφωσε το βλέμμα της ευθεία μπροστά ώστε να μην μπορεί να βλέπει πια την παλιά της φίλη.

Τέλος 13ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi