ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12


«Θα είναι ένα εξαιρετικό πείραμα», εξήγησε η λαίδη στη Ρόζι όταν εκείνη πήγε να τη δει. «Θα σε παρουσιάσω στη Σεζόν του 1913. Είναι πολύ αργά για την τρέχουσα και εξάλλου πολλοί εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμα σε πένθος για μετά τη βύθιση του “Τιτανικού”. Θα σε συστήσω στους σωστούς ανθρώπους. Μπορώ να πω ότι είσαι η φτωχή ορφανή μου ξαδέλφη από την επαρχία, την οποία υιοθέτησα ως προστατευόμενή μου. Είμαι βέβαιη πως με τη στήριξή μου μπορούμε να σου βρούμε ένα καλό ταίρι». Έκανε μια παύση και έτριψε τα χέρια της. «Η ιδέα ήταν του κυρίου Κίρνι. Σου είπα ότι πάντοτε έχει καταπληκτικές ιδέες. Και το καλύτερο απ’ όλα, δεσποινίς Κιλίν, τι νόστιμη απατεωνιά για να την ξεφουρνίσουμε κάτω από τη μύτη της αγαπημένης μου νύφης, λαίδης Ένις. Το καλύτερο κόλπο!»Στα τέλη του Απρίλη η λαίδη Μάριαν ειδοποίησε επιτέλους τη Ρόζι να την επισκεφθεί ξανά στο σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ. Η Ρόζι είχε σχεδόν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα να μάθει νέα της. Όταν έφτασε η επιστολή, ένιωσε μια ανέλπιστη ανακούφιση, αλλά η ανακούφισή της σύντομα μετατράπηκε σε άγχος καθώς άκουσε την πρόταση της λαίδης Μάριαν.

Η Ρόζι έμεινε αποσβολωμένη. Σωριάστηκε σε μια από τις βελούδινες καρέκλες προσπαθώντας να χωνέψει όλα αυτά που μόλις είχε ακούσει. Η άμεση αντίδρασή της ήταν να διαμαρτυρηθεί. Πώς τολμούσε η λαίδη Μάριαν να τη χρησιμοποιήσει για να ψυχαγωγηθεί σε βάρος της νύφης της; Θα αρνιόταν. Θα παρέμενε πιστή στον τελευταίο όρκο της για αξιοπρέπεια. Καθώς όμως άνοιγε το στόμα της για να μιλήσει, έμεινε βουβή. Σε τι θα την ωφελούσε αν αρνιόταν; Τι άλλη εναλλακτική είχε; Ο Βαλεντάιν είχε φύγει. Η λαίδη Μάριαν της είχε πει πως είχε αποφασίσει να πάει στη Νέα Υόρκη να παρηγορήσει τη Σοφία. Δεν είχε ούτε χρήματα ούτε προοπτικές. Σκέφτηκε ξανά την Μπρίντι και το μωρό της στο Φόλεϊ Κορτ. Με ποιο δικαίωμα θα άφηνε την υπερηφάνειά της να σταθεί εμπόδιο στο μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να τους σώσει;

«Σας ευχαριστώ, λαίδη μου», είπε σκύβοντας το κεφάλι. «Είμαι πολύ ευγνώμων για την καλοσύνη σας».

Δεν είπε στην Μπρίντι ολόκληρο το σχέδιο, παρά μόνο ότι η λαίδη Μάριαν την είχε καλέσει να μείνει εκεί ώσπου να της βρει εργασία. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Μπρίντι, και η Ρόζι την πλησίασε και την αγκάλιασε.

«Α, μην κλαις τώρα, Μπρίντι. Αυτό δεν είναι το καλύτερο για όλους μας; Μόλις έχω τα χρήματα, θα μπορέσω να σας πάρω μαζί την Κέιτ απ’ αυτό το μέρος και να μείνουμε σε κάποιο δωμάτιο όλες μαζί. Θα βρω ένα σπίτι που να είναι καθαρό και αξιοπρεπές. Και θα είμαστε σε θέση να πληρώσουμε γιατρό για το μωρό και…» Ακόμη κι όταν η Ρόζι έλεγε αυτά τα πράγματα, ένιωθε την ενοχή να φουντώνει μέσα της. Κι αν το σχέδιο της λαίδης Μάριαν δεν έπιανε; Πώς μπορούσε να δίνει στην Μπρίντι ψεύτικες ελπίδες; Συνέχισε όμως. «Μπορεί να πάρει λίγο καιρό, αλλά θα έρχομαι να σας επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ».

Πήρε τη μικρή Κέιτ και την έσφιξε τόσο πολύ που το παιδί άρχισε να νιώθει άβολα στην αγκαλιά της. Η Ρόζι έπνιξε τα δάκρυά της καθώς κοίταξε μες στα καστανά μάτια της Κέιτ, που έμοιαζαν τόσο με της μαμάς.

«Δεν σε ξεχνώ, Κέιτ», ψιθύρισε.

Αργότερα, καθώς έφευγε από το Φόλεϊ Κορτ, απώθησε κάθε σκέψη για την ψεύτικη ελπίδα και επέτρεψε στον εαυτό της να νιώσει έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό για το τι μπορούσε να φέρει το μέλλον.

Έτσι, στις αρχές του Μάη του 1912, η Ρόζι Κιλίν μετακόμισε στον ξενώνα στο νούμερο έξι της πλατείας Φιτζουί-λιαμ και εναπόθεσε τον εαυτό της και το μέλλον της στην ευσπλαχνία της λαίδης Μάριαν Μπελφλέρ.

Οι πρώτοι της μήνες στην πλατεία Φιτζουίλιαμ ήταν μια δίνη από επισκέψεις στα καλύτερα καταστήματα με φορέματα στο Δουβλίνο, μαθήματα καλής συμπεριφοράς από την κυρία Τάουνσεντ, μια αυστηρή γηραιά κυρία, δουλειά της οποίας ήταν να προετοιμάζει νεαρές δεσποινίδες για τη Σεζόν, και προσκλήσεις σε τσάγια σε σπίτια γνωστών της λαίδης Μπελφλέρ.

«Πρέπει να σας εμφανίσω σιγά σιγά», είχε πει η λαίδη Μάριαν. «Θα αρχίσουμε από τη γνωριμία με τις κυρίες, η επιρροή των οποίων είναι πιο ανίσχυρη, για να δούμε πώς μπορείς να σταθείς. Ύστερα μπορούμε να προχωρήσουμε στις πιο σημαντικές οικίες».

Η λαίδη Μάριαν είχε επιμείνει το όνομα της Ρόζι να μετατραπεί σε Ρόζαλιντ.

«Το Ρόζι και το Ροϊσίν είναι πολύ χαρακτηριστικά τοπικά ονόματα, αγαπητή μου, παρότι είναι αξιολάτρευτα», είπε. «Πρέπει να προσέξουμε τέτοιου είδους λεπτομέρειες».

Η Ρόζι ήθελε να διαμαρτυρηθεί, αλλά και πάλι η σκέψη της Μπρίντι την έκανε να καταπιεί τη γλώσσα της.

Και έτσι επέτρεψε στον εαυτό της να αποδεχθεί την αναπάντεχη καλή της τύχη. Θυμήθηκε όλες τις λαμπερές φαντασιώσεις της παιδικής της ηλικίας, όταν ονειρευόταν πώς θα ήταν να ζει σαν μεγάλη κυρία. Και τώρα που βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας τέτοιας πραγματικότητας μπορούσε με δυσκολία να το πιστέψει. Ο προστατευόμενος της λαίδης Μάριαν, ο κύριος Σέιν Κίρνι, καθόταν μαζί της κάθε βράδυ μετά το δείπνο, ψυχαγωγώντας τη με τα κουσούρια της υψηλής κοινω-νίας του Δουβλίνου. Η Ρόζι χαχάνιζε καθώς αυτός εξιστορούσε ιστορίες από παράνομες σχέσεις, κουκουλωμένα σκάνδαλα, «απρογραμμάτιστα» παιδιά, τζόγο, μπεκρουλιάσματα και κάθε λογής καταχρήσεις που έκαναν οι ευγενείς της πόλης.

«Δεν υπάρχει κανένας που να είναι αξιοσέβαστος;» ρώτησε εκείνη.

Ο κύριος Κίρνι έκανε πίσω τα μαλλιά του και χαμογέλασε.

«Ω, είμαι βέβαιος πως υπάρχουν, αγαπητή μου, αλλά πώς να διασκεδάσεις αν κουβεντιάζεις γι’ αυτούς; Προτιμώ τον έκλυτο βίο και τα αποβράσματα. Είναι πολύ πιο νόστιμα και συνήθως πιο καλοντυμένα!»

Η Ρόζι σημείωσε γρήγορη πρόοδο. Οι τρόποι της και η προφορά της ήταν ήδη εκλεπτυσμένοι από τα χρόνια παραμονής της με τη Βικτόρια και, όφειλε να τ’ ομολογήσει, από την κηδεμονία της λαίδης Λουίζας. Ούτε μία φορά δεν πρόδωσε την καταγωγή της ως κόρη αγρότη. Μιλούσε γαλλικά επαρκώς και έπαιζε αρκετά καλά πιάνο – τα οποία ήταν επιθυμητά χαρακτηριστικά για να μπει μια νεαρή γυναίκα στην καλή κοινωνία. Μαζί με την καθοδήγηση της κυρίας Τάουνσεντ, γρήγορα απέκτησε τη σωστή συμπεριφορά για να μπορεί να συστήνεται στα τσάγια και στα δείπνα. Η λαίδη Μάριαν ήταν πολύ ευχαριστημένη με την πρόοδό της.

Ωστόσο η Ρόζι είχε αρχίσει να νιώθει έντονες αμφιβολίες εκείνα τα ήσυχα απογεύματα στο σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ, όταν η λαίδη Μάριαν και ο κύριος Κίρνι έλειπαν στο θέατρο ή για δείπνο με φίλους και η ίδια καθόταν μονάχη της στη μικρή βιβλιοθήκη. Πάντοτε γνώριζε το αυστηρό πρόγραμμα που έπρεπε να τηρεί η οικογένεια Μπελ στο Ένισμορ. Οι ημέρες τους ορίζονταν από ακλόνητα προγράμματα – πρωινό στις οκτώ, μεσημεριανό στις δώδεκα, δείπνο ακριβώς στις επτά το απόγευμα, ράψιμο ή διάβασμα μέχρι την ώρα του ύπνου στις έντεκα. Τώρα η Ρόζι, ζώντας αυτή τη ρουτίνα η ίδια, συνειδητοποίησε πόσο περιοριστική μπορούσε να γίνει.

Καθώς περνούσε ο καιρός, άρχισε να φαίνεται ολοένα και περισσότερο σαν να εκτελούσε μια παράξενη παντομίμα. Έπρεπε να αλλάζει φορέματα αρκετές φορές, να ακολουθεί πάντοτε τις απόψεις των κυρίων και να κρατά τις δικές της για τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να πάει καν για έναν περίπατο χωρίς συνοδό. Αυτή λοιπόν θα ήταν η ζωή της ως κυρίας σε ένα μεγάλο σπίτι; Αυτή θα ήταν η ζωή της Βικτόριας; Απώθησε αυτές τις σκέψεις όσο πιο μακριά μπορούσε.

Πολλούς από τους ανθρώπους που γνώριζε στα τσάγια και στα δείπνα στα οποία συμμετείχε τους έβρισκε βαρετούς. Αν δεν ήταν οι ιστορίες του κυρίου Κίρνι για τα διάφορα σκάνδαλα, θα δυσκολευόταν πολύ να αντέξει εκείνες τις βραδιές. Η ίδια τα κατάφερνε αρκετά καλά με συζητήσεις σχετικά με την ιππασία και τα εξοχικά και την τελευταία μόδα, προσέχοντας να μην της ξεφύγει η οπτική γωνία της υπηρέτριας. Τα περισσότερα κορίτσια της ηλικίας της φαίνονταν να έχουν λιγότερο χιούμορ ακόμα κι από τη λαίδη Λουίζα στο Ένισμορ, και οι μητέρες τους, παρότι ευγενικές, έβλεπαν ξεκάθαρα στη Ρόζι μια αντίπαλο των θυγατέρων τους. Δεν είχε ποτέ φανταστεί πόσο ανταγωνιστική θα ήταν η υπόθεση εύρεσης συζύγου.

Μια ευχάριστη εξαίρεση στις συνεχείς βαρετές βραδιές ήταν η επίσκεψή τους, μαζί με τη λαίδη Μάριαν, στην οικογένεια Μπάτλερ στη βίλα Τεμπλ. Εκεί ζούσαν τρεις αδελφές, από δεκαπέντε έως είκοσι ενός ετών, κόρες ενός γιατρού και της καλλιτέχνιδας συζύγου του. Ήταν ζωηρές και διασκεδαστικές, και ενδιαφέρονταν για καθετί που συνέβαινε γύρω τους. Και παρά το γεγονός ότι η μητέρα τους βιαζόταν, καμιά τους δεν είχε ιδιαίτερη επιθυμία να «βγει» στην κοινωνία. Αντί για ιππασία και μόδα και εξοχικά, μιλούσαν για τα δεινά των φτωχών στο Δουβλίνο και το ανοδικό κύμα του εθνικισμού.

Η Ρόζι άκουγε προσεκτικά. Μπορούσε βέβαια να πιστοποιήσει την κατάσταση της φτώχειας στο Δουβλίνο, αλλά δεν μπορούσε ν’ αναφέρει την αδελφή της την Μπρίντι ή το Φόλεϊ Κορτ. Ο Βαλεντάιν είχε μιλήσει κάποιες φορές για τον ξεσηκωμό της εργατιάς και την ενίσχυση των ενώσεων. Η Βικτόρια είχε πει ότι ο Τζουλς Χόφμαν είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του Βαλεντάιν σχετικά με το θέμα που τον είχε καλέσει στην Αμερική. Αυτό που την εξέπληττε ήταν ότι εκείνα τα κορίτσια, κόρες μιας αξιοσέβαστης προτεσταντικής οικογένειας στο Δουβλίνο, ήταν ενθουσιασμένα με τον ιρλανδέζικο εθνικισμό. Η Ρόζι πάντοτε σκεφτόταν πως τέτοια αισθήματα ταίριαζαν περισσότερο σε άτομα σαν τον Μπρένταν Λιντς στο Ένισμορ, και τύπους σαν κι αυτόν από τα δυτικά της Ιρλανδίας.

«Ναι, οι φίλοι μας, η λαίδη Γκρέγκορι και ο κύριος Γέιτς από το θέατρο Άμπεϊ, είναι θερμοί υποστηρικτές του εθνικιστικού κινήματος, έτσι δεν είναι, κύριε Κίρνι;» είπε η λαίδη Μάριαν χαμογελώντας πλατιά στον συνοδό της.

«Πράγματι. Και χρησιμοποιούν το θέατρο Άμπεϊ με αυτόν τον σκοπό, για να προωθήσουν τις απόψεις τους».

«Ω, λατρεύω το Άμπεϊ», είπε η Καθλίν, η μικρότερη αδελφή. «Θα ήθελα πολύ να γίνω ηθοποιός. Ο μπαμπάς όμως λέει πως δεν θα ήταν πρέπον».

«Πέρυσι ήθελες να γίνεις εξερευνήτρια», είπε η μεγαλύτερη αδελφή της, η Τζεραλντίν, «και αναμφίβολα του χρόνου θα θες να γίνεις ακροβάτισσα σε τσίρκο!»

«Μην την πειράζεις τόσο, Τζεραλντίν!» επενέβη η κυρία Μπάτλερ. «Αυτό το παιδί είναι προικισμένο με ζωηρή φαντασία».

«Εγώ πάντως θέλω να γίνω δημοσιογράφος», είπε η Νόρα Μπάτλερ, η μεσαία κόρη και η πιο άχαρη από τις αδελφές, «και δεν θ’ αλλάξω γνώμη. Σκοπεύω να γράφω άρθρα για την επερχόμενη επανάσταση. Κι έχω ήδη δείξει δουλειά μου στον κύριο Γκρίφιθ που γράφει στην εφημερίδα Σιν Φέιν. Έκανε πολύ καλά σχόλια».

«Τη Σιν Φέιν;» ρώτησε η λαίδη Μάριαν.

Ο δόκτορ Μπάτλερ αναστέναξε και κοίταξε τη Νόρα.

«Εννοεί “Εμείς μόνο”, όρος που έγινε δημοφιλής με τους εθνικιστές οι οποίοι θέλουν μια ελεύθερη Ιρλανδία, απαλλαγμένη από τη βρετανική κυριαρχία. Απ’ ό,τι ακούω, ο Γκρίφιθ είναι πολύ παθιασμένος επαναστάτης. Πιστεύω ότι θα αναδειχθεί σε έναν από τους ηγέτες τους κάποια μέρα».

Στον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ η Ρόζι αναφώνησε:

«Τι υπέροχη οικογένεια που είναι! Τόσο διαφορετικοί από οποιουσδήποτε άλλους έχω γνωρίσει».

«Ναι», συμφώνησε η λαίδη Μάριαν. «Τις θαυμάζω αυτές τις νεαρές κυρίες για την ανεξαρτησία τους, και τους γονείς τους που τις αφήνουν να ζουν τις ζωές τους. Εύχομαι η Βικτόρια να μπορούσε να τους μοιάσει περισσότερο. Αλλά, φυσικά, με τη λαίδη Ένις για μητέρα…»

Έμειναν βυθισμένες στη σιωπή για λίγο. Ύστερα η λαίδη Μάριαν μίλησε και πάλι.

«Ελπίζω να μη σχεδιάζεις να ακολουθήσεις τον δρόμο τους, Ρόζαλιντ, τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Πρέπει να σε δούμε να βγαίνεις στην κοινωνία πρώτα. Αφού κάνεις τον κατάλληλο γάμο, μπορείς να χρησιμοποιήσεις την επιρροή σου για οποιονδήποτε σκοπό σ’ ευχαριστεί. Όπως έχουν όμως τα πράγματα, στις παρούσες συνθήκες ένα τέτοιο μονοπάτι θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πολύ σοβαρό σφάλμα. Και ύστερα από όλα όσα έκανα για εσένα θα ήταν πολύ αχάριστο να ακολουθήσεις μια τέτοια πορεία, έτσι δεν είναι;»

Η Ρόζι μαζεύτηκε.

«Ω, σας παρακαλώ, λαίδη Μάριαν, δεν είχα τέτοια πρόθεση. Σας είμαι αφάνταστα ευγνώμων για όλα όσα έχετε κάνει για μένα. Δεν θα σας απογοητεύσω».

«Ελπίζω πως όχι».

Όσο η Ρόζι προετοιμαζόταν για την επερχόμενη Σεζόν στο Δουβλίνο, το φάντασμα του Τόμας Μπελ αιωρούνταν ακόμη πάνω από το Ένισμορ. Οι περισσότεροι από τους υπηρέτες είχαν πειστεί πως το φάντασμά του είχε συναντήσει εκείνο του αυτόχειρα προγόνου του ΝτεΜπούρκας –των πρώτων ιδιοκτητών της οικίας– που είχε στοιχειώσει τη σοφίτα. Η Θέλμα αρνιόταν να ανέβει εκεί πάνω, ακόμα κι αν τη συνόδευε κάποιος άλλος από το προσωπικό. Επέμενε να κοιμάται στο πλυσταριό αντί για εκείνο το δωμάτιο. Ακόμα και η Σάντι έκανε τον σταυρό της και περνούσε βιαστικά, με το κεφάλι κάτω, από τον διάδρομο για να φτάσει στο υπνοδωμάτιο που κάποτε μοιραζόταν με τη Ρόζι.

Ο λόρδος Ένις περνούσε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε στο Λονδίνο και η λαίδη Ένις έχασε κάθε ενδιαφέρον για ψυχαγωγία. Ο αιδεσιμότατος Ουότσον φρόντιζε να επισκέπτεται συχνά το σπίτι για να προσφέρει «παρηγοριά στα πάσχοντα μέλη αυτού του ποιμνίου». Η λαίδη Λουίζα, αφού οι οφθαλμοφανείς προσεγγίσεις της στον κληρικό που είχε χηρεύσει πρόσφατα αποδείχθηκαν άκαρπες, τον αντιμετώπιζε τώρα με απροκάλυπτη εχθρότητα. Έτσι ο κλήρος έπεφτε στη Βικτόρια που τον υποδεχόταν όσο πιο ευγενικά μπορούσε.

Καθώς η προοπτική να μένει σ’ ένα σπίτι που θρηνούσε ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη, η Βικτόρια γινόταν ολοένα και πιο ανήσυχη. Στην αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να καταπραΰνει την εμφανή ένταση ανάμεσα στους γονείς της –πιέζοντας τον εαυτό της να κάνει διασκεδαστικά σχόλια στο δείπνο, θυμίζοντας αναμνήσεις πιο χαρούμενων στιγμών, εκφράζοντας ελπιδοφόρες προβλέψεις για το μέλλον–, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να λιώσει τον πάγο που είχε σχηματιστεί μεταξύ τους. Στο τέλος εγκατέλειψε τις προσπάθειες, αλλά η σιωπηλή τυπικότητα που διαπερνούσε τις συναντήσεις τους τη βάραινε αφόρητα. Λαχταρούσε να βρει κάποιον να εξομολογηθεί. Ω, πού ήταν η Ρόζι; Γιατί την είχε αφήσει μόνη της; Η Βικτόρια ευχήθηκε να μπορούσε να πει στη φίλη της πόσο αποπνικτική είχε γίνει η ζωή σ’ εκείνο το σπίτι της θλίψης, πόσο περίεργα και εκτός τόπου ένιωθε. Ήταν σαν να μην ταίριαζε πουθενά. Ακόμα και τα ρούχα της έμοιαζαν παράξενα, σαν να μην προορίζονταν για την ίδια.

Ίσως ήταν η μοναξιά και η πλήξη που τις προκάλεσαν, η Βικτόρια δεν μπορούσε να είναι σίγουρη, αλλά το μυαλό της κατέκλυζαν όλο και περισσότερο σκέψεις για τον Μπρένταν Λιντς. Η Ρόζι αστειευόταν συχνά πως ο Μπρένταν έτρεφε αισθήματα για εκείνη, αλλά η Βικτόρια το είχε αρνηθεί.

«Σκέψου ό,τι θες, αλλά οι μόνες φορές που τον βλέπω να χαμογελάει είναι όποτε σε κοιτάζει», επέμενε η Ρόζι.

Τώρα η Βικτόρια άρχισε να ενώνει κομμάτια αναμνήσεων – τη στιγμή που είχε χαμογελάσει και της είχε ευχηθεί «Χρόνια πολλά» όταν γινόταν δεκατριών, τη στιγμή που εκείνη είχε στηριχθεί στο μπράτσο του για περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο όταν τη βοήθησε να ανέβει στην άμαξα για να φύγει για τη Σεζόν, τις στιγμές που τον τσάκωσε με την άκρη του ματιού της να την κοιτάζει στο δείπνο. Δεν ήταν όλα αυτά σημάδια πως είχε πράγματι κάποια «αισθήματα» για εκείνη, όπως ισχυριζόταν η Ρόζι; Ή μήπως φανταζόταν διάφορα; Για το μόνο πράγμα που ήταν σίγουρη ήταν πως αυτός ο άντρας υπήρξε απείρως πιο ενδιαφέρων, για να μην πει όμορφος, από τους νεαρούς άντρες που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια της Σεζόν στο Δουβλίνο ή των ταξιδιών της στο εξωτερικό.

Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το κεφάλι της. Δεν ήταν πρέπον, έλεγε στον εαυτό της. Μόνο προβλήματα μπορούσαν να προκύψουν απ’ αυτό. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε να αποφεύγει το βλέμμα του κάθε βράδυ στην τραπεζαρία, τόσο περισσότερο έμπαινε στον πειρασμό να τον κοιτάζει. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να την αποσπά από την ανησυχία και άρχισε να πιστεύει ότι ίσως και να τρελαινόταν.

Έτσι, όταν έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων, αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει. Έπρεπε να βάλει τέλος μια και καλή σε αυτή τη φαντασίωση. Μάζεψε όλο της το κουράγιο και τράβηξε γραμμή για το δωμάτιο υπηρεσίας.

Το προσωπικό ήταν όλο μαζεμένο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, έτοιμο να κάνει με μισή καρδιά μια πρόποση για τη νέα χρονιά. Έμειναν σιωπηλοί μόλις η Βικτόρια έκανε την εμφάνισή της στο κατώφλι. Ο κύριος Μπερκ σηκώθηκε και την πλησίασε.

«Θα μπορούσα να σας βοηθήσω, λαίδη Βικτόρια;»

Η Βικτόρια κούνησε το κεφάλι της και σφύριξε ελαφρά. Τώρα που βρισκόταν εκεί, είχε χάσει τα λόγια της. Φαινόταν πως ο λήθαργος που διαπερνούσε τα πάνω δωμάτια είχε φτάσει και εκεί.

«Ήλπιζα πως θα παίζατε λίγη μουσική», ξεκίνησε. «Το υπόλοιπο σπίτι ήταν τόσο ήσυχο και…»

Ο κύριος Μπερκ χαμογέλασε.

«Ελάτε, λοιπόν, μέσα», είπε. «Πίνουμε απλώς λίγο κρασί και νομίζω πως ο Άντονι θα χαιρόταν πολύ να παίξει κάτι αν του το ζητούσατε».

Πήρε το χέρι της Βικτόριας και την οδήγησε στο δωμάτιο. Το προσωπικό σηκώθηκε όλο όρθιο.

«Η λαίδη Βικτόρια θα ’θελε να καθίσει μαζί μας για λίγα λεπτά», άρχισε κοιτάζοντας τα κενά τους πρόσωπα. «Θέλει να μας δώσει τις ευχές της για τις γιορτές».

Η Βικτόρια έγνεψε.

«Ναι», ψιθύρισε. «Η οικογένειά μου θα ήθελε να σας ευχαριστήσει όλους για τις αφοσιωμένες υπηρεσίες σας καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Και… και ελπίζουν πως δεν θα αφήσετε τη θλίψη τους να επηρεάσει τους εορτασμούς σας. Παίξτε, σας παρακαλώ, λίγη μουσική. Και, σας παρακαλώ, καθίστε όλοι σας».

Ο κύριος Μπερκ τράβηξε μια καρέκλα για εκείνη ενώ ο Άντονι χτύπησε παλαμάκια.

«Ορίστε, λαίδη Βικτόρια. Και βέβαια θα παίξουμε μια τόση δα μελωδία για εσάς, έτσι δεν είναι, παιδιά; Ποιος ξέρει, ίσως με τη βοήθεια του Θεού, λίγη μουσική μπορεί να κάνει τούτους δω να χαρούν λιγάκι. Είναι τόσο ξινοί που ούτε ο διάολος ο ίδιος δεν θα τους πλησίαζε».

Παρά τη νευρικότητά της, η Βικτόρια πιέστηκε να χαμο-γε–λάσει.

«Ναι, βεβαίως», είπε ο κύριος Μπερκ, που σηκώθηκε για ν’ αναλάβει δράση. «Καλώς ορίσατε, λαίδη μου. Μπρένταν; Για πιάσε το όργανό σου. Κι εσείς, κυρία Μέρφι».

Σύντομα η μουσική γέμισε το δωμάτιο. Η Βικτόρια έμεινε εκστασιασμένη βλέποντας τον Μπρένταν να παίζει. Η Ρόζι τής είχε πει πως έπαιζε βιολί, αλλά εκείνη δεν τον είχε δει ποτέ. Ο Μπρένταν τής έριξε ένα επίμονο βλέμμα καθώς έπαιζε. Νόμιζε πως διέκρινε μια μικρή φλόγα στα μάτια του. Θα μπορούσε άραγε να απευθύνεται σ’ εκείνη; Γρήγορα όμως έδιωξε τη σκέψη. Ασφαλώς και ήταν το πάθος του για τη μουσική, και όχι εκείνη που έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν. Κάθισε ανίκανη να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Ξάφνου, σαν να βγήκε από την έκσταση, συνειδητοποίησε ότι οι άλλοι την κοίταζαν επίμονα. Να διάβασαν άραγε τη σκέψη της; Σαστισμένη, μάζεψε το φουστάνι της και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο, ψελλίζοντας απολογίες.

«Λοιπόν, αυτό δεν ήταν κάπως υπερβολικό;» είπε η κυρία Ο’Λίρι. «Ποιος να το ’λεγε ότι η δεσποινίς Βικτόρια θα προτιμούσε τη συντροφιά μας από τη συντροφιά της οικογένειάς της το βράδυ των Χριστουγέννων;»

«Μπορείς να την κατηγορήσεις;» είπε η Σάντι. «Εκείνοι περιφέρονται όλοι τους σαν να ’χουν ένα παλούκι στον πισινό».

«Σάντι!» φώναξε η κυρία Μέρφι. «Δείξε λίγο σεβασμό».

«Αλήθεια είναι», πετάχτηκε η Θέλμα παίρνοντας θάρρος από το κρασί. «Το διαπίστωσα και μόνη μου. Η αφεντιά του και η αφεντιά της δεν κοιμούνται καν στο ίδιο κρεβάτι πια. Η αφεντιά του ξαπλώνει στη σεζλόνγκ στο γραφείο του όταν εγώ πηγαίνω ν’ ανάψω φωτιά κάθε πρωί».

«Μπορεί να ξεγλιστράει έξω μες στη νύχτα, λοιπόν», είπε ο Μπρένταν.

Ο κύριος Μπερκ χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι.

«Αρκετά! Δεν θα μιλάμε για τους ανωτέρους μας κατ’ αυτόν τον τρόπο».

«Δεν είναι ανώτεροί μου», θύμωσε ο Μπρένταν.

«Ούτε και δικοί μου», επανέλαβε η Σάντι.

«Ούτε και δικοί μου είναι», χαχάνισε η Θέλμα. «Ο μπαμπάς μου λέει ότι οι Ιρλανδοί δεν είναι κατώτεροι από κανέναν, και ιδιαίτερα από τους Άγγλους».

Η κυρία Ο’ Λίρι έμεινε να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό τη Θέλμα.

«Φτάνει η κουβέντα, κορίτσι μου. Και φτάνει και το κρασί. Πήγαινε για ύπνο».

Ο κύριος Μπερκ έριξε ένα άγριο βλέμμα.

«Θα αποδώσω αυτή την κουβέντα στο γεγονός ότι όλοι έχουν πιει πολύ κρασί. Αν όμως ξανακούσω κάτι τέτοιο από κάποιον από εσάς… θα υπάρξουν συνέπειες. Σημειώστε τι σας λέω. Τώρα πηγαίνετε για ύπνο, όλοι σας».

Καθώς οι υπηρέτες σηκώθηκαν μουρμουρίζοντας για να πάνε για ύπνο, η Βικτόρια είχε ήδη φτάσει στο κρεβάτι της και είχε κουκουλωθεί κάτω από τα σκεπάσματα. Έμεινε εκεί να τρέμει από φόβο ανάμεικτο με ενθουσιασμό. Δεν πρέπει να πάω ξανά εκεί κάτω, είπε στον εαυτό της, αλλά καθώς βυθιζόταν στον ύπνο, ήξερε πως θα το έκανε.

Τέλος 12ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi