ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11


Οι νεαροί άντρες κουβέντιαζαν στην άμαξα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής από το Δουβλίνο. Μόνο όταν φάνηκε το Ένισμορ έμειναν σιωπηλοί και προβληματισμένοι.Την ίδια μέρα που η Ρόζι επισκέφθηκε τη λαίδη Μά-ριαν, ο Βαλεντάιν, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο από τις αρχές του χρόνου, συνόδευσε τον αδελφό του στο ταξίδι του στο Ένισμορ για να αποχαιρετήσουν την οικογένειά τους. Μαζί με τον Τόμας θα επιβιβάζονταν στον «Τιτανικό» όταν θα έδενε στο Κουινστάουν της κομητείας Κορκ στις 11 Απριλίου – η Σοφία και ο πατέρας της θα είχαν ήδη επιβιβαστεί την προηγούμενη μέρα από το Σαουθάμπτον.

«Θα είναι δύσκολο», είπε ο Τόμας σαν να διάβαζε τις σκέψεις του αδελφού του.

«Και λίγα λες».

«Το πιο δύσκολο θα είναι να πείσουμε τη μαμά. Ξέρω ότι δεν εγκρίνει τη Σοφία». Ο Τόμας ίσιωσε την πλάτη του και πρόταξε το πιγούνι του. «Όχι ότι έχει σημασία. Εννοώ για να την παντρευτώ. Δεν αντέχω όμως να βλέπω τη μαμά αναστατωμένη».

Ο Βαλεντάιν παρατήρησε τον αδελφό του.

«Είσαι πιο γενναίος απ’ ό,τι εγώ, Τόμας. Δεν θα αφήσεις κάτι να σταθεί εμπόδιο στην αγάπη σου».

«Μα τι μπορεί να είναι πιο σημαντικό;» είπε ο Τόμας.

Η νοικιασμένη τους άμαξα ακινητοποιήθηκε μπροστά στο σπίτι. Η λαίδη Ένις, ο λόρδος Ένις και η Βικτόρια κατέβηκαν τα μπροστινά σκαλιά για να τους προϋπαντήσουν, και η αδελφή τους έτρεξε μπροστά από τους γονείς τους.

«Χαίρομαι τόσο που σας βλέπω!» είπε η Βικτόρια καθώς τους πλησίασε και τους αγκάλιασε διαδοχικά. «Πόσο συναρπαστικό είναι όλο αυτό! Πείτε μου τα νέα σας. Ω, πόσο θα ’θελα να ερχόμουν μαζί σας, αλλά η μαμά ούτε που να το ακούσει. Λέει πως είμαι πολύ μικρή και…»

«Βικτόρια!» το ύφος της λαίδης Ένις ήταν πολύ κοφτό.

Η Βικτόρια παραμέρισε καθώς τα αδέλφια της πλησίασαν τους γονείς τους. Προσπάθησαν και οι δύο να αγκαλιάσουν τη μητέρα τους, η οποία, ωστόσο, τους πρότεινε αυστηρά, με ύφος αποδοκιμασίας, το μάγουλό της για να το φιλήσουν. Σε αντίθεση μ’ εκείνη, ο λόρδος Ένις τούς άπλωσε το χέρι του και τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ως χαιρετισμό. Η οικογένεια μπήκε μέσα καθώς ο Μπρένταν και ο Σον βγήκαν για να πάρουν τα μπαγκάζια τους όσο ο ιπποκόμος οδηγούσε τον αμαξά στους στάβλους για να ποτίσει τα άλογα.

Η λαίδη Ένις ξέσπασε σε πλήρη υστερία καθώς η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο καθιστικό.

«Πώς μπορείτε να το κάνετε αυτό στη μητέρα σας, αγόρια μου;» ούρλιαξε σκουπίζοντας τα μάτια της μ’ ένα ντελικάτο μαντίλι. «Ποτέ δεν πίστευα πως θα ’ρθει η μέρα που οι γιοι μου θα μ’ εγκαταλείψουν με αυτόν τον τρόπο».

«Δεν σε εγκαταλείπω, μαμά», είπαν ο Τόμας και ο Βαλεντάιν με μια φωνή.

«Αυτό κάνετε. Πώς αλλιώς θα αποκαλούσατε ένα ακτοπλοϊκό ταξίδι σ’ ένα απολίτιστο μέρος απ’ όπου μπορεί και να μη γυρίσετε ποτέ; Ποιος ξέρει σε τι συμφορές μπορεί να πέσετε εκεί; Ακούω πως άγριοι εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε κατάσταση αμόκ και να κόβουν τα κεφάλια των ανθρώπων».

«Αυτό το έκαναν οι Γάλλοι, μαμά», είπε ο Βαλεντάιν πιέ-ζοντας τον εαυτό του να χαμογελάσει. «Οι Ινδιάνοι παίρνουν σκαλπ».

Η λαίδη Ένις ξέσπασε σε έναν παροξυσμό λυγμών.

«Τώρα, Θία, αφήνεις τη φαντασία σου να οργιάζει», είπε ο λόρδος Ένις. «Σύνελθε, αγαπητή μου. Λουίζα, σε παρακαλώ, συνόδευσέ την».

Η λαίδη Λουίζα, που καθόταν και κρατούσε πρακτικά, έβγαλε ένα ξερό γέλιο.

«Αδυνατώ να σκεφτώ τι μπορώ να κάνω εγώ, Έντουαρντ. Έχει χάσει εντελώς τα λογικά της».

Η Βικτόρια πήγε και κάθισε στην πλευρά που βρισκόταν η καρέκλα της μητέρας της και την αγκάλιασε λέγοντάς της:

«Σε παρακαλώ, μην κλαις, μαμά. Αυτό θα έπρεπε να είναι γιορτή».

Η λαίδη Ένις κοίταξε την κόρη της σαν να ήταν τρελή.

«Γιορτή; Και τι ακριβώς να γιορτάσω όταν ο ένας γιος μου έχει σχέση μ’ ένα εντελώς ακατάλληλο κορίτσι, ενώ ο άλλος μάς εγκαταλείπει έχοντας πέσει θύμα αυτού του Εβραίου απατεώνα;»

«Ο κύριος Χόφμαν δεν είναι κανένας φριχτός παλιάνθρωπος, μαμά. Και τι σε νοιάζει στο κάτω κάτω αν είναι ή δεν είναι Εβραίος;» είπε η Βικτόρια. «Άλλωστε, προσφέρει στον Βαλεντάιν την ευκαιρία να γίνει μεγάλος και τρανός».

«Άκου, άκου, Βικτόρια», είπε ο πατέρας της. «Η Αμερική ίσως κάνει τον αδελφό σου άντρα τελικά».

Ο Βαλεντάιν έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε τίποτα.

Η λαίδη Ένις κοίταξε τον σύζυγό της.

«Και όσον αφορά το γεγονός ότι οι δυο γιοι μας κάνουν μαζί αυτό το ταξίδι; Κι αν το πλοίο βυθιστεί; Κι αν πνιγούν κι οι δύο; Η περιουσία των Ένις θα μείνει χωρίς κληρονόμο. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να το επιτρέψεις αυτό, Έντουαρντ».

«Ανοησίες, Θία. Ο “Τιτανικός” είναι ένα από τα πιο ασφαλή και προηγμένα πλοία που έχουν ποτέ φτιαχτεί. Ακούω πως οι μηχανές του έγιναν με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό. Δεν έχει ξαναϋπάρξει πλοίο σαν κι αυτό».

«Εξάλλου», είπε η Λουίζα κάνοντας νόημα στον Μπερκ για άλλο ένα ποτήρι σέρι, «τολμώ να πω ότι έχουν ικανό αριθμό διασωστικών λεμβών».

Ο «Τιτανικός» σάλπαρε από το Κουινστάουν την Πέμπτη, 11 Απριλίου 1912 για το παρθενικό του ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Όλες οι εφημερίδες του Δουβλίνου έγραφαν με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία του. Η Ρόζι κάθισε σ’ ένα καφέ στην οδό Σάκβιλ διαβάζοντας κάθε λέξη από κάθε άρθρο. Φαντάστηκε τον Βαλεντάιν να στέκει στο κατάστρωμα αγναντεύοντας τη θάλασσα. «Θα με σκέφτεται άραγε;» αναρωτήθηκε. Ο πόνος που είχε νιώσει την τελευταία Πρωτοχρονιά στον κήπο, τότε που της είχε πει να μην τον περιμένει, επέστρεψε πιο έντονος από ποτέ. Μπλεγμένη μες στη φούρια των ανθρώπων γύρω της ένιωσε εντελώς μόνη.

Πίσω στο Ένισμορ, η οικογένεια Μπελ και το προσωπικό ήταν χαμένοι στις δικές τους ονειροφαντασίες. Ο Τόμας και ο Βαλεντάιν Μπελ μαζί με τον νεότερο λακέ, τον Σον Λόφτους, που ταξίδευε επίσης μαζί τους, βρίσκονταν πρωτίστως στις σκέψεις τους. Μια αδιόρατη νευρικότητα είχε καταλάβει τη Βικτόρια από τότε που είχε αποχαιρετήσει τ’ αδέλφια της, ζηλεύοντας για την περιπέτειά τους. Οι δύο πρώτες της Σεζόν στο Δουβλίνο ήταν μια δίνη ενθουσιασμού και τα ταξίδια της στην Ευρώπη αξέχαστα. Πίστευε τότε πως η ζωή δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Είχε κερδίσει πολλούς θαυμαστές και διασκέδαζε να τους βάζει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Από τη στιγμή όμως που είχε φτάσει σπίτι την προηγούμενη χρονιά, ο ενθουσιασμός της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Η γνωριμία με τη Σοφία δεν είχε βοηθήσει. Το ελεύθερο πνεύμα της νεαρής κοπέλας και η απαξίωσή της για τους αποπνικτικούς κανόνες των ευγενών είχαν κάνει τη Βικτόρια να συνειδητοποιήσει πόσο περιορισμένη και βαρετή ήταν –και κατά πιθανότητα έτσι θα παρέμενε– η ζωή της.

Κάτω από τις σκάλες, η Θέλμα ήταν καταστενοχωρημένη, ενώ η Σάντι σκυθρωπή μάνταρε ένα από τα μισοφόρια της λαίδης Λουίζας. Η Ιμέλντα ξεφύλλιζε τις λεπτές σελίδες από το προσευχητάρι της με το κεφάλι σκυφτό. Η κυρία Ο’Λίρι έβαλε το αρνί να ψηθεί στον φούρνο και βυθίστηκε στην καρέκλα της, κάνοντας αέρα με την ποδιά της για να δροσίσει τα ξαναμμένα της μάγουλα.

«Φαίνεσαι σαν να έπεσαν τα καράβια σου έξω», είπε.

«Μου λείπει ο Σον», είπε η Θέλμα.

«Μη χάνεις τον χρόνο σου με το να στενοχωριέσαι γι’ αυτόν τον τύπο», τη συμβούλεψε η κυρία Ο’Λίρι. «Είσαι σίγουρη πως δεν περνάει ζωή και κότα με όλα τα όμορφα κοριτσόπουλα;»

Η Θέλμα πρόβαλε το κάτω χείλος της.

«Υποθέτω πως το κάνει».

Η Σάντι έσπρωξε τα ραφτικά της στην άκρη.

«Εύχομαι να είχα πάει με τα ξαδέλφια μου και τους υπόλοιπους από το Λαχάρντιν», είπε αναφερόμενη σε καμιά δωδεκαριά ανθρώπους, ίσως και παραπάνω, που είχαν φύγει από το χωριό της. «Mόνο και μόνο για τη διασκέδαση. Και θα διάλεγα τους πιο όμορφους τύπους πάνω στο πλοίο».

«Σίγουρα δεν θα ’ναι παρά ιπποκόμοι, σταβλίτες και γιοι αγροτών», είπε η κυρία Ο’Λίρι, «όπως ακριβώς ο Σον μας. Πίστευα πως είχες υψηλότερες βλέψεις από αυτές, Σάντι».

Η Σάντι κοκκίνισε.

«Δεν εννοώ τους τύπους στο κατάστρωμα», είπε. «Δεν θα ασχολιόμουν με του λόγου τους. Θα πήγαινα πάνω στην πρώτη θέση όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ποιος ξέρει, ίσως να γνώριζα κάνα κόμη ή πρίγκιπα ή κάνα πλούσιο Γιάνκη».

Η κυρία Ο’Λίρι έστρεψε τα μάτια της προς τα πάνω.

«Στα όνειρά σου, Σάντι Κάναβαν. Έχουν πύλες και φρουρούς για να κρατούν μακριά κόσμο σαν και του λόγου σου. Θα σ’ έστελναν πάλι κάτω, εκεί όπου ανήκεις».

Η Σάντι κοίταξε τη μαγείρισσα και ξανάπιασε το μαντάρισμα, τρυπώντας με μανία τη βελόνα στο αραχνοΰφαντο ύφασμα. Η κυρία Ο’Λίρι σηκώθηκε κι έκανε τον σταυρό της.

«Τι κάθεστε όλοι σας με τα μούτρα ως το πάτωμα; Θα ’πρεπε να είμαστε χαρούμενοι για εκείνους. Για τον μικρό Σον, τους αφέντες Τόμας και Βαλεντάιν, και να τους ευχόμαστε καλή τύχη στο τέλος του ταξιδιού τους». Στράφηκε πάλι στη Θέλμα. «Σήκω, κορίτσι μου, και σκούπισε το πρόσωπό σου. Έχουμε δουλειές να κάνουμε».

Ως την επόμενη μέρα, ο λήθαργος στον οποίο είχε βυθιστεί το σπίτι είχε περάσει. Οι υπηρέτες είχαν επιστρέψει στην καθημερινή τους ρουτίνα και η συζήτηση για την Αμερική είχε ατονήσει. Μονάχα η Βικτόρια εξακολουθούσε να το υπεραναλύει. Για άλλη μία φορά, ευχήθηκε να είχε κάποιον να μιλήσει. Είχε προσπαθήσει να αναφέρει το θέμα στη μητέρα της, αλλά η λαίδη Ένις ήταν αφηρημένη, ενδίδοντας στην απροκάλυπτη οργή της που οι γιοι της είχαν το θράσος να εναντιωθούν στη θέλησή της και να φύγουν. Σε στιγμές σαν κι αυτές, ο πόνος της για τη χαμένη της φιλία με τη Ρόζι ήταν οξύς.

Αναρωτιόταν τι να έκανε η Ρόζι. Η φίλη της είχε φύγει τόσο ξαφνικά που κανένας δεν το είχε καταλάβει. Ο Βαλεντάιν περιφερόταν μες στο σπίτι σαν να βρισκόταν σε παραζάλη. Ήταν ο τελευταίος που την είχε δει, αλλά στις συζητήσεις του με τη Βικτόρια επέμενε ότι δεν είχε πει κάτι που να την είχε αναστατώσει. Εκείνη, μες στη σύγχυσή της, είχε πάει να επισκεφθεί τη μητέρα της Ρόζι στην αγροικία των Κιλίν και είχε βρει την κακόμοιρη γυναίκα σε απόγνωση. Το μόνο που είχε ήταν ένα σύντομο σημείωμα από τη Ρόζι, που έλεγε πως είχε πάει στο Δουβλίνο για να ελέγξει αν ήταν καλά η αδελφή της, η Μπρίντι. Η Βικτόρια ήξερε καλά πως κάτι παραπάνω από την ανησυχία της Ρόζι για την αδελφή της την είχε κάνει να φύγει. Ήλπιζε ότι η αιτία δεν ήταν η δική της αμέλεια προς τη φίλη της. Κατέπνιξε την ενοχή που ξεπετάχτηκε στη σκέψη αυτή.

Την επόμενη Δευτέρα άρχισαν να διαρρέουν ανησυχητικά νέα σχετικά με ένα πλοίο που βυθίστηκε κάπου στον Ατλαντικό. Οι εικασίες σε όλο το Δουβλίνο έδιναν κι έπαιρναν. Οι λεπτομέρειες ήταν ελάχιστες. Δεν υπήρχε επίσημη διαβεβαίωση ακόμα πως το πλοίο ήταν ο «Τιτανικός».

Η Ρόζι βρισκόταν σε μια παραζάλη καθώς κατευθυνόταν προς τα γραφεία της Γουάιτ Σταρ Λάιν, της ιδιοκτήτριας και διαχειρίστριας εταιρείας του «Τιτανικού». Εκεί έπρεπε να υποστεί το στριμωξίδι από πλήθη αλλόφρονων συγγενών και φίλων των επιβατών, καθώς και δημοσιογράφων, που όλοι προσπαθούσαν να μάθουν νέα. Είχε τη φρούδα ελπίδα ότι θα ήταν κάποιο άλλο πλοίο που είχε έρθει αντιμέτωπο με τη συμφορά. Όσο πιο πολύ στεκόταν εκεί και όσο οι συζητήσεις στροβιλίζονταν γύρω της, τόσο περισσότερο οι ελπίδες της διαλύονταν.

Εκείνο το βράδυ δεν πήγε πίσω στο σπίτι της Μπρίντι. Αντ’ αυτού κάθισε σ’ ένα παγκάκι έξω από τα σκοτεινά πλέ-ον γραφεία της Γουάιτ Σταρ. Δεν είχε φάει όλη μέρα, αλλά το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγμα που περνούσε από το μυαλό της. «Ο Βαλεντάιν! Ω Θεέ μου, κάνε να είναι ζωντανός!» Επαναλάμβανε τις λέξεις ξανά και ξανά στον εαυτό της σαν προσευχή. Διαπραγματευόταν με τον Θεό. «Άσ’ τον να ζήσει και θα παραιτηθώ απ’ όλη μου τη ζήλια. Δεν θα τον ποθώ πια. Θα τον βγάλω από το μυαλό μου για πάντα. Δεν θα τον ενοχλήσω ξανά. Αρκεί να τον αφήσεις να ζήσει».

Την επόμενη ημέρα οι Νιου Γιορκ Τάιμς επιβεβαίωσαν τα νέα. Ο «Τιτανικός» είχε προσκρούσει σε ένα παγόβουνο και βυθίστηκε. Το ναυαγοσωστικό «Καρπάθια» είχε περισυλλέξει πάνω από επτακόσιους επιβάτες. Τα γραφεία της Γουάιτ Σταρ είχαν αρχίσει να δημοσιεύουν τις λίστες των επιζώντων. Η Ρόζι τις χτένιζε, πατώντας στις άκρες των ποδιών της για να κοιτάξει πάνω από το πλήθος και καταπονώντας τα μάτια της για να διαβάσει τα ψιλά γράμματα. Ώσπου είδε το όνομά του. Βαλεντάιν Μπελ.

«Δόξα τω Θεώ», ψιθύρισε. «Δόξα τω Θεώ».

Ενώ ο Βαλεντάιν και οι Χόφμαν είχαν όλοι επιζήσει, ο Τόμας και ο Σον Λόφτους βρίσκονταν στη λίστα των αγνοου-μένων. Όπως εκατοντάδες άλλοι που είχαν χαθεί, οι σοροί τους δεν βρέθηκαν. Το σπίτι είχε βυθιστεί στον θρήνο. Είχαν κατεβάσει τις κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως. Οι επισκέπτες έρχονταν να συλληπηθούν και οι υπηρέτες σέρνονταν στο σπίτι φορώντας μαύρα περιβραχιόνια. Οι υστερίες της λαίδης Ένις είχαν δώσει τη θέση τους στην παγερή σιωπή. Ο αιδεσιμότατος Ουότσον έφτασε για να κάνει τις προετοιμασίες για την επιμνημόσυνη δέηση. Ο Βαλεντάιν είχε στείλει τηλεγράφημα πληροφορώντας τους δεν θα ερχόταν στο σπίτι για την τελετή. Το καθήκον του, έλεγε, ήταν να μείνει εκεί και να στηρίξει τη Σοφία που ήταν απαρηγόρητη.

Κάτω από τις σκάλες η κυρία Ο’Λίρι είχε πέσει στα γόνατα και θρηνούσε.

«Παναγία μου, γλυκιά. Είθε η αγία Μπριγκίτα και ο άγιος Χριστόφορος να δείξουν έλεος σε όλες αυτές τις φτωχές ψυχές».

Η Θέλμα άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

«Κάνε να μην είναι νεκρός ο Σον».

Η Σάντι έκλαιγε για τους δύο νεκρούς ξαδέλφους της, που ήταν επίσης στη λίστα των αγνοουμένων, ενώ η κυρία Μέρφι μουρμούριζε τις προσευχές της και ο κύριος Μπερκ κρατούσε σκυφτό το κεφάλι.

«Λοιπόν, υποθέτω ότι φτηνά τη γλιτώσαμε», είπε ο Μπρένταν που καθόταν στο τραπέζι πίνοντας τσάι. «Εννοώ, αν ο Βαλεντάιν είχε πνιγεί μαζί με τον Τόμας, δεν θα υπήρχε κανένας να κληρονομήσει την έπαυλη και αυτό θα σήμαινε πως όλοι θα την είχαμε βάψει για τα καλά».

Χωρίς προειδοποίηση, η κυρία Ο’Λίρι πετάχτηκε πάνω και χαστούκισε τον Μπρένταν στο πρόσωπο.

«Πώς τολμάς!» του φώναξε. «Μα δεν νιώθεις καθόλου οίκτο;»

Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του.

«Και γιατί να με κόφτει τι συμβαίνει στους ευγενείς;» είπε. «Αν ήταν και ακόμη λιγότεροι στην Ιρλανδία, θα ήταν πολύ καλύτερα. Θα προτιμούσα να ήταν όλοι νεκροί και θαμμένοι. Δεν έχουν δικαιώματα σ’ αυτή τη χώρα, και ποτέ δεν είχαν».

Ο Άντονι σηκώθηκε και έσκυψε πάνω από τον Μπρένταν πλησιάζοντας το πρόσωπό του.

«Αρκετά, αγοράκι μου. Δεν είναι ούτε η ώρα ούτε το μέρος κατάλληλα για την επαναστατική σου κουβεντούλα. Αυτή φύλαξέ τη για τις παμπ και δείξε λίγο σεβασμό για τους νεκρούς».

Η Σάντι σηκώθηκε.

«Πρέπει να πάω στο Λαχάρντιν», είπε. «Πρέπει να δω την οικογένειά μου. Σίγουρα θα έχουν μάθει τα νέα ήδη. Αχ, τι θα τους πω;»

«Θα έρθω μαζί σου», είπε ο Μπρένταν καθώς σηκώθηκε. «Έχω ένα δεύτερο ποδήλατο. Θα κατέβουμε μαζί». Γύρισε προς τον κύριο Μπερκ, σαν να ήθελε να προσθέσει κάτι. «Μπορεί να μην τρέφω καμιά συμπάθεια για τους ευγενείς, αλλά πονάω για εκείνες τις φτωχές ψυχές κάτω, στο Λαχάρντιν, που δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Και η Σάντι έχει ανάγκη να πάει κάποιος μαζί της».

Ο κύριος Μπερκ έγνεψε.

«Αρκεί να έχετε επιστρέψει το πρωί». Στράφηκε και πάλι στην οικονόμο. «Λίγο μπράντι, πιστεύω, κυρία Μέρφι», είπε, «θα έκανε σε όλους μας καλό».

Τέλος 11ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi