ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΔΟΥΒΛΙΝΟ

1912-1914

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10


«Δεν θα το έκανα αυτό, δεσποινίς», φώναξε ένας αχθοφόρος κοιτάζοντας χαμηλά προς την τσάντα, «εκτός αν θέλετε αυτή να είναι η τελευταία φορά που θα τη δείτε».Ήταν σούρουπο όταν η Ρόζι βγήκε από το τρένο στον σταθμό Ουέστλαντ Ρόου του Δουβλίνου στις 2 Ια-νουα–ρίου 1912. Ήταν μουδιασμένη από το μακρύ ταξίδι που έκανε ζουληγμένη πάνω στο παράθυρο από μια οικογένεια χωρικών οι οποίοι είχαν επιβιβαστεί από το Μολενγκάρ και είχαν απλωθεί μαζί με τα υπάρχοντά τους σ’ ολόκληρο το ξύλινο κάθισμα, λες και η ίδια να ήταν αόρατη. Ακούμπησε την τσάντα της κάτω στην πλατφόρμα, τέντωσε τη μέση της και κούνησε τους ώμους της.

Ξαφνιασμένη η Ρόζι μάζεψε την τσάντα της και άρχισε να περπατά. Πλήθη την προσπερνούσαν βιαστικά – μανάδες με μωρά τυλιγμένα σε σάλια, άξεστοι άνθρωποι, ορισμένοι από τους οποίους δεν μπορούσαν να στηριχθούν καλά καλά στα πόδια τους, και νεαρά κορίτσια της ηλικίας της με φτηνά, κακόγουστα ρούχα. Προσπάθησε να μην κοιτάζει. Κάτι τέτοιο θα πρόδιδε πως ήταν ένα αθώο κορίτσι από την επαρχία. Είχε ακούσει όμως από τη Σάντι και το υπόλοιπο προσωπικό πως οι Δουβλινέζοι σού αποσπούν το βλέμμα αν έχουν την ευκαιρία. Κράτησε την τσάντα της πιο σφιχτά στο σώμα της και προχώρησε με το κεφάλι ψηλά.

Έξω στον δρόμο, ποτάμια κόσμου τής επιτέθηκαν. Όλοι ήταν βιαστικοί, την έσπρωχναν σαν να στεκόταν ακίνητη, έπεφταν πάνω της χωρίς να πουν συγγνώμη. Εκείνη ήταν ντυμένη συντηρητικά, με μια μακριά μάλλινη φούστα και μια μπλούζα με ψηλό γιακά κάτω από ένα τουίντ σακάκι, με τα μαλλιά της πιασμένα πίσω σε κότσο, κάτω από ένα μικρό καφέ καπέλο. Θα μπορούσε κανείς να την περάσει για δασκάλα ή υπάλληλο καταστήματος, ή ίσως υπηρέτρια κάποιας κυρίας. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τραβήξει την προσοχή πάνω της, αλλά ακόμα και τώρα αντιλαμβανόταν τα περιστασιακά βλέμματα από άντρες που πλησίαζαν από την αντίθετη πλευρά. Κοίταξε το κομμάτι του χαρτιού που κρατούσε στο χέρι, πάνω στο οποίο είχε γράψει τη διεύθυνση της Μπρίντι. Το είχε αντιγράψει προτού αναχωρήσει από την αγροικία των Κιλίν, φεύγοντας αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι πριν κάποιος ξυπνήσει. Είχε αφήσει ένα σημείωμα για τη μαμά πάνω στο τραπέζι, όπου εξηγούσε πως έφευγε για λίγες μέρες για να επισκεφθεί την Μπρίντι στο Δουβλίνο. Ήξερε πως μια τόσο σύντομη εξήγηση θα πλήγωνε τη μαμά και θα την ανησυχούσε, αλλά τι άλλο θα μπορούσε να αναφέρει; Δεν είχε τη δύναμη να ομολογήσει ούτε στον εαυτό της την αλήθεια για τον λόγο που έπρεπε να το σκάσει.

Σταματούσε κάπου κάπου για να ζητήσει οδηγίες –επιλέγοντας προσεκτικά κάποιον που έδειχνε ευγενικός ή τουλάχιστον ακίνδυνος– και συνέχιζε. Τα φώτα του δρόμου είχαν αρχίσει ν’ ανάβουν καθώς η μέρα υποχωρούσε, ρίχνοντας δυσοίωνες σκιές στις σκοτεινές γωνιές και τα δρομάκια. Άφησε τον κεντρικό δρόμο της οδού Σάκβιλ, προχώρησε στην οδό Μοντγκόμερι και συνέχισε προχωρώντας μέσα σε έναν λαβύρινθο από στενά δρομάκια.

Αντιλαμβανόταν πως τα πλήθη αραίωναν ολοένα και πε-ρισ-σότερο και το φως λιγόστευε. Επιτέλους βρήκε το Φόλεϊ Κορτ. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν αυτό που περίμενε να δει. Τετραώροφα κτήρια παραταγμένα στην κάθε πλευρά του δρόμου, συγκεντρωμένα σαν εξαντλημένοι στρατιώτες ύστερα από μάχη. Μερικά ήταν μαυρισμένα από πυρκαγιές, άλλα γκρίζα κι ετοιμόρροπα, κι όλα τους έδειχναν έτοιμα να καταρρεύσουν.

Τρία αγοράκια την προσπέρασαν τρέχοντας, κυνηγώντας ένα σκελετωμένο σκυλί. Ένα από αυτά της τράβηξε τη φούστα καθώς πέρασε και είπε κάτι που εκείνη δεν κατάλαβε. Προχώρησε βαδίζοντας προσεκτικά ανάμεσα στα σκουπίδια πάνω στο πεζοδρόμιο και σταμάτησε στο νούμερο έξι, ένα μπαρουτοκαπνισμένο κτήριο σαν όλα τ’ άλλα. Μια παρέα γυναικών, άλλες ηλικιωμένες, άλλες νεότερες, κάθονταν στα μπροστινά σκαλοπάτια και μοιράζονταν ένα μπουκάλι τζιν.

«Με συγχωρείτε», είπε με τη φωνή της να τρέμει καθώς την κάρφωσαν με τα περίεργα, σκληρά μάτια τους. «Ψάχνω την Μπρίντι Ντελάνι».

Καμία δεν απάντησε.

«Είναι η αδελφή μου», δοκίμασε η Ρόζι ξανά. «Είναι παντρεμένη με τον κύριο Μάικλ Ντελάνι».

Μια από τις γυναίκες γέλασε, δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια της.

«Τ’ ακούσατε αυτό, κορίτσια; Ο κύριος Μάικλ Ντελάνι, παρακαλώ!» Κοίταξε προσεκτικά τη Ρόζι. «Δεν μένει κανένας κύριος μ’ αυτό το όνομα εδώ. Τώρα, αν ψάχνεις τον Μάικο Ντελάνι, θα τον βρεις στο τέταρτο πάτωμα – αν δεν είναι ακόμη στην παμπ».

«Και η Μπρίντι;»

Σήκωσαν τους ώμους και πέρασαν το μπουκάλι ξανά η μια στην άλλη, παραμερίζοντας για να μπορέσει ν’ ανέβει η Ρόζι τα σκαλιά ανάμεσά τους. Έσπρωξε διστακτικά την μπροστινή πόρτα και τρύπωσε στον σκοτεινό διάδρομο. Η μπόχα τής επιτέθηκε πρώτη – ούρα και κόπρανα, μπαγιάτικα ξερατά και μπίρα, η ξινή μυρωδιά από βρασμένο λάχανο. Ύστερα διάφοροι ήχοι άρχισαν να την περιζώνουν καθώς ανέβαινε τις σκάλες – λογομαχίες, βρισίδια, τραγούδια, κλάματα, γδούποι και καβγάδες. Προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή της και να μην κοιτάζει αριστερά και δεξιά καθώς ανέβαινε. Τελικά, έφτασε τον τέταρτο όροφο.

Σήκωσε το χέρι της μες στο σκοτάδι και χτύπησε την πλησιέστερη πόρτα. Άνοιξε διάπλατα στο άγγιγμά της. Στάθηκε να κοιτάζει μέσα, παραλυμένη από φόβο και απέχθεια. Μια μορφή που φαινόταν σαν γριά γυναίκα ήταν γονατισμένη πάνω σε μια στοίβα από κουρέλια καταμεσής στο πάτωμα, παρηγορώντας ένα βρέφος που ήταν ξαπλωμένο εκεί. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν γυμνό, εκτός από μια ξεχαρβαλωμένη συρταριέρα, μια καρέκλα, μερικά ξύλινα κουτιά κι ένα τσαλακωμένο στρώμα κάτω από ένα λιγδιασμένο παράθυρο.

«Με συγχωρείτε», μουρμούρισε καθώς πισωπάτησε, σκοπεύοντας να δοκιμάσει την επόμενη πόρτα.

Όταν όμως η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της ακούγοντας τον θόρυβο, η Ρόζι με τρόμο διαπίστωσε πως ήταν η Μπρίντι. Ήταν πετσί και κόκαλο και κάτωχρη, ενώ τα κατακόκκινα μάτια της ξεπετάγονταν από το λιπόσαρκο πρόσωπό της. Σηκώθηκε όρθια, πλησίασε και περιεργάστηκε τη Ρόζι, η οποία στεκόταν καρφωμένη στη θέση της χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη.

«Τι θέλεις;» είπε βραχνά. «Λοιπόν, δες καλά και πήγαινε στο Ένισμορ να τους πεις τι πολυτελή ζωή κάνω στο Δουβλίνο, αδιάκριτο παλιοθήλυκο!»

Η Μπρίντι γύρισε και πήγε πάλι να φροντίσει το βρέφος. Η Ρόζι τόλμησε να προχωρήσει στο δωμάτιο και ν’ ακουμπήσει την τσάντα της στο πάτωμα δίπλα της. Κοίταξε ολόγυρα ψάχνοντας ένα μέρος να καθίσει, αλλά η μοναδική καρέκλα ήταν καλυμμένη με βρόμικα ρούχα.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα ’βλεπα τη Ρόζι Κιλίν να χάνει τα λόγια της. Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά, λοιπόν».

Η Ρόζι συγκράτησε τα δάκρυά της.

«Αχ, Μπρίντι!» άρχισε. «Τι συνέβη; Πώς…;» Και πάλι έχανε τα λόγια της.

Η Μπρίντι ηρέμησε το βρέφος και το σκέπασε με τα κουρέλια. Σηκώθηκε, διέσχισε το δωμάτιο μακριά από τη Ρόζι και στηρίχτηκε πάνω στη συρταριέρα.

«Καλύτερα να επιστρέψεις εκεί απ’ όπου ήρθες. Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ».

«Ούτε κι εσύ».

Η Μπρίντι σήκωσε τους ώμους.

«Εδώ ανήκω. Μαζί με τους ομοίους μου».

«Να ζεις μες σ’ αυτή τη βρόμα; Με αυτούς τους ανθρώπους; Πώς μπορείς να το λες αυτό;»

«Δεν είναι το Ένισμορ, αλλά τουλάχιστον στέκομαι στα πόδια μου», ξεστόμισε η Μπρίντι μ’ ένα πικρό γέλιο.

Η καρδιά της Ρόζι ράγισε.

«Μα τι συνέβη, Μπρίντι; Πού είναι ο άντρας σου; Για όνομα του Θεού, νόμιζα ότι είχε μια καλή δουλειά στον φούρνο, κι εσύ επίσης. Η Σάντι είπε…»

«Α, ναι, όλα τα ξέρει η Σάντι, έτσι;»

Η Ρόζι πλησίασε την Μπρίντι. Έβαλε το χέρι της στον ώμο της, αλλά η Μπρίντι τραβήχτηκε.

«Είσαι η αδελφή μου, Μπρίντι. Δεν πρόκειται να σε αφήσω έτσι».

Ένας θόρυβος στην εξώπορτα έκανε τη Ρόζι να γυρίσει. Ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας μπήκε παραπατώντας στο δωμάτιο. Ίσως να είχε υπάρξει κάποτε όμορφος, σκέφτηκε η Ρόζι, αλλά η ροδοκόκκινη επιδερμίδα, οι μπλαβιές φλέβες και το χαλαρό στόμα τον είχαν αλλάξει εντελώς. Η Ρόζι αναγνώρισε τα σημάδια της παρακμής που είχε προκαλέσει το ποτό. Είχε δει πολλά σαν κι αυτά στο χωριό όπου μεγάλωσε, όπως και σε ορισμένους από τους καλεσμένους που έρχονταν στο Ένισμορ κάπου κάπου. «Η κατάρα του ποτού», άκουγε τα λόγια του μπαμπά της να αντηχούν μες στο κεφάλι της.

«Ποια διάολο είσαι εσύ;» είπε ο Μάικο. «Κι άλλη φι-λάν-θρωπος;»

«Δεν είναι από τον Σύνδεσμο των Κυριών, Μάικο. Είναι η αδελφή μου».

Κοίταξε λάγνα τη Ρόζι και έφτασε τόσο κοντά της που μπόρεσε να μυρίσει το σάπιο του χνότο.

«Ώστε αυτή πήρε όλη την ομορφιά; Θα τα πήγαινε περίφημα στην οδό Σάκβιλ. Θα κέρδιζε μπόλικο παραδάκι από τους στρατιώτες, πιστεύω». Γύρισε προς την Μπρίντι. «Όχι σαν κι εσένα, αγάπη μου. Εσένα σίγουρα κανένας δεν θα σου ’ριχνε ούτε δεύτερη ματιά».

Η Ρόζι ήθελε να του χιμήξει, αλλά σταμάτησε όταν είδε την αντανάκλαση του φόβου στα μάτια της Μπρίντι. Ο Μάι-κο είχε την όψη κακοποιού.

«Έφυγα από το σπίτι οριστικά», είπε απευθυνόμενη στην Μπρίντι. «Ήλπιζα πως θα μπορούσα να μείνω μαζί σου μέχρι να τακτοποιηθώ». Έκανε μια παύση και κοίταξε ολόγυρα. «Όμως τώρα βλέπω πως κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο».

Ο Μάικο ξέσπασε σε γέλια.

«Δύσκολο!» είπε μιμούμενος τη Ρόζι. «Τ’ άκουσες αυτό, Μπρίντι; Βλέπει πως θα ’ταν δύσκολο να μείνει εδώ. Έχεις ξανακούσει τέτοιες μπούρδες στη ζωή σου;»

Σύρθηκε ως την παλιά συρταριέρα και ψαχούλεψε σ’ ένα συρτάρι βγάζοντας μια χούφτα κέρματα.

«Δεν μπορείς να τα πάρεις αυτά», είπε η Μπρίντι. «Τα έχω φυλάξει για το νοίκι. Χρωστάμε πάνω από τρεις μήνες και…»

«Εγώ τα βγάζω τα γαμημένα τα λεφτά και θα τα ξοδέψω όπως γουστάρω». Το πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο καθώς έχωνε τα χρήματα στην τσέπη του και κατευθυνόταν προς την πόρτα. «Σας αφήνω. Ένας άντρας δεν μπορεί να βρει ηρεμία στο ίδιο του το σπίτι με δυο γκιόσες σαν κι εσάς».

Η Ρόζι και η Μπρίντι τον κοίταζαν καθώς έφευγε.

«Μπορείς, ωστόσο, να καθίσεις αν θέλεις», είπε η Μπρίντι ύστερα από ώρα, μαζεύοντας τη στοίβα με τα ρούχα από τη μοναδική καρέκλα και πετώντας τα σε μια γωνιά. «Θα φτιάξω λίγο τσάι».

Κάθισαν και μίλησαν ως αργά τη νύχτα, η Μπρίντι κουρνιασμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί πλάι στη Ρόζι νανουρίζοντας το μωρό της – ένα κοριτσάκι το οποίο η Μπρίντι ονόμασε Κέιτ, σαν τη μητέρα τους. Όλα τα χρόνια που είχαν ζήσει κάτω από την ίδια στέγη δεν είχαν ποτέ μιλήσει τόσο έντονα και τόσο ειλικρινά μεταξύ τους. Όλες οι ζήλιες και οι καβγάδες του παρελθόντος έμοιαζαν να πέφτουν σαν φύλλα από δέντρο. Η Μπρίντι στεκόταν ξεγυμνωμένη τώρα μπροστά στην αδελφή της, απαλλαγμένη από όλη την επιτήδευση του θυμού και της πικρίας, αφήνοντας ν’ αναδυθεί μια αλήθεια εξαγνισμένη από την ντροπή της. Αντίστοιχα, η Ρόζι έριξε τη μάσκα της περηφάνιας της και παραδέχτηκε τις φαντασιώσεις της για τον Βαλεντάιν. Ήταν τόσο απορροφημένες η μία από την άλλη που αγνόησαν τον Μάικο ο οποίος επέστρεψε σκουντουφλώντας και σωριάστηκε στο λεπτό στρώμα.

Η Ρόζι έκανε άστατο ύπνο. Η Μπρίντι τής είχε απλώσει μια λεπτή κουβέρτα στο πάτωμα και είχε τυλίξει ένα κουρέλι για να το χρησιμοποιήσει ως μαξιλάρι. Παρότι το σώμα της ήταν εξαντλημένο από το μακρύ ταξίδι στο Δουβλίνο και το σοκ από όσα είχε βρει εκεί, το μυαλό της ακόμη δεν μπορούσε να ξεκουραστεί. Οι σκέψεις της ήταν σαν να βρίσκονταν σε μια δίνη, με τον Βαλεντάιν να την αποχαιρετά στον κήπο του Ένισμορ, τη μαμά της να κλαίει στη μικρή αγροικία και την Μπρίντι, με κόκκινα μάτια, γερμένη πάνω στο άρρωστο μωρό της. Τα ροχαλητά του Μάικο αντηχούσαν σε όλο το δωμάτιο και δυσοίωνοι θόρυβοι από τρεχοβολητά και γδαρσίματα μέσα από τους τοίχους την έκαναν να ανατριχιάζει. Όταν δεν μπορούσε να το αντέξει πια, σηκώθηκε, ντύθηκε και ξεγλίστρησε έξω στον κρύο, σκοτεινό αέρα.

Ο δρόμος ήταν άδειος. Περπάτησε με το κεφάλι χαμηλά όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να απομακρυνθεί από το Φόλεϊ Κορτ. Καινούργιες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό της. Έπρεπε να βρει μια δουλειά κι ένα μέρος για να μείνει το συντομότερο δυνατόν. Η σκέψη και μόνο να επιστρέψει στο δωμάτιο της Μπρίντι τής έφερνε αναγούλα. Κι έπρεπε οπωσδήποτε να βρει έναν τρόπο να σώσει την Μπρίντι και το παιδί της από αυτή την εξαθλίωση. Συνειδητοποίησε ξαφνιασμένη ότι αυτή η νέα προτεραιότητα είχε αντικαταστήσει όλα τα διαλυμένα όνειρά της για τον Βαλεντάιν.

«Αυτή είναι η πραγματικότητα, Ρόζι», μουρμούρισε στον εαυτό της. «Δεν ζεις πια σε όνειρα».

Μόλις οι πρώτες ακτίνες της αυγής έκαναν την εμφάνισή τους, έφτασε στην οδό Σάκβιλ, τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Νεαρά αγόρια με κασκέτα κρατούσαν εφημερίδες, φωνάζοντας τους τίτλους των πρωτοσέλιδων στους περαστικούς. Οι σιδεριές κροτάλιζαν καθώς οι καταστηματάρχες τις έσπρωχναν για να μπουν στα μαγαζιά τους. Ένα ηλεκτρικό τραμ την προσπέρασε σφυρίζοντας και την έκανε να στριφογυρίσει. Δεν είχε δει ποτέ πριν τέτοια οχήματα και ένιωθε ταυτόχρονα να τη μαγεύουν αλλά και να τη φοβίζουν. Η αναταραχή από τους θορύβους τη χτυπούσε στα νεύρα και βρέθηκε να αναπολεί τους οικείους, γλυκούς ήχους του σπιτιού της.

Αγόρασε μια εφημερίδα και μπήκε σ’ ένα ισχνά φωτισμένο καφέ όπου παρήγγειλε τσάι. Πεινούσε πολύ, αλλά αγνόη-σε τα λαχταριστά ψωμάκια και τις υπόλοιπες λιχουδιές που ήταν αραδιασμένες στη βιτρίνα. Έπρεπε να κρατήσει τα λιγοστά χρήματα που είχε. Ψαχούλεψε την εφημερίδα για αγγελίες εργασίας. Η στήλη με τις αγγελίες «Ζητείται κοπέλα» ήταν απογοητευτικά μικρή. Περίμενε σειρές ολόκληρες με θέσεις εργασίας για υπαλλήλους καταστημάτων, ταχυδρομείου, ράφτρες, δασκάλες ή γκουβερνάντες. Θα το σκεφτόταν, αν χρειαζόταν, και για δουλειά σ’ εργοστάσιο, αλλά ακόμα κι εκείνες οι αγγελίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχαν μια δυο θέσεις για δακτυλογράφους, αλλά η Ρόζι δεν είχε σχετική εκπαίδευση. Δεν ήξερε καν πώς ήταν μια γραφομηχανή. Οι περισσότερες αγγελίες ήταν για υπηρέτριες και νταντάδες, και μία για μαγείρισσα. Αναστέναξε. Πώς θα επέστρεφε στην οικιακή εργασία ξανά; Κατάπιε την τελευταία γουλιά από το τσάι της και έφυγε από το καφέ.

Ξεκινούσε την κάθε μέρα με τον ίδιο τρόπο – με μια πρώι-μη αναχώρηση από το καταθλιπτικό δωμάτιο, προτού ξυπνήσουν η Μπρίντι και ο Μάικο, μια βόλτα στην οδό Σάκβιλ και ένα τσάι στο καφέ μαζί με την εφημερίδα της ημέρας. Ύστερα ακολουθούσαν ώρες επί ωρών επισκέψεις σε μαγαζιά όπου ρωτούσε για δουλειά, μόνο και μόνο για να βγει από εκεί γεμάτη απογοήτευση. Στην αρχή ήταν επιλεκτική – καταστήματα με ρούχα, καπελάδικα, ανθοπωλεία, υφασματάδικα και καπνοπωλεία. Ύστερα έγινε πιο τολμηρή – δικηγορικά γραφεία, ιατρεία, τράπεζες. Πάνω στην απόγνωσή της δοκίμασε και κρεοπωλεία, ενεχυροδανειστήρια, ακόμα και παμπ. Όλοι είτε την αποδοκίμαζαν, είτε τη γλυκοκοίταζαν, είτε την αγνοούσαν, είτε την περιγελούσαν. Σε κάποιες περιπτώσεις θεωρούσαν πως είχε ανεπαρκή προσόντα, σε άλλες υπερβολικά πολλά, αλλά σε κάθε περίπτωση τη θεωρούσαν ακατάλληλη.

Όλη μέρα περπατούσε από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη και κάθε βράδυ επέστρεφε κατάκοπη στο νούμερο έξι του Φόλεϊ Κορτ. Τελικά συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση της Μπρίντι ήταν η ίδια με αυτή χιλιάδων γυναικών στο Δουβλίνο. Η πόλη ήταν βυθισμένη στη φτώχεια. Δεν υπήρχε δουλειά για τον κόσμο. Το μόνο ταχέως αναπτυσσόμενο επάγγελμα για ένα κορίτσι σαν κι αυτή, όπως της υπενθύμιζε διαρκώς ο Μάικο, ήταν η πορνεία. Πράγματι, η Ρόζι είχε δει τα κορίτσια σε όλη την πόλη – και στην περιοχή όπου έμενε η Μπρίντι και στο κέντρο. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ακόμα και οι πόρνες είχαν μια ιεραρχία –οι φτωχότερες δούλευαν στην οδό Μοντγκόμερι και οι πιο καλοντυμένες στην οδό Σάκβιλ– και πως η πλειονότητα των πελατών τους ήταν Βρετανοί στρατιώτες από τους κοντινούς στρατώνες.

Τελικά το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε ένα πρωινό, πριν ακόμα χαράξει, δύο μήνες αφότου είχε φτάσει στο σπίτι της Μπρίντι. Ντύθηκε καλύτερα απ’ ό,τι συνήθως, φορώντας το πιο επίσημο καπέλο και σακάκι της, και γυαλίζοντας τις μπότες της. Έβαλε ένα αρωματισμένο μαντίλι στην τσέπη της και βεβαιώθηκε πως τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα. Το λούσιμο το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έπρεπε να ανέβει τέσσερις ορόφους κουβαλώντας έναν κουβά νερό από την κοινοτική βρύση που βρισκόταν στην πίσω αυλή του κτιρίου. Δεν υπήρχε δυνατότητα να το ζεστάνει, οπότε αρκέστηκε στο παγωμένο νερό.

Η Μπρίντι δεν έπαψε να απολογείται για την κατάσταση, αλλά η Ρόζι την καθησύχασε. Δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Εξάλλου, αυτό που ανησυχούσε τη Ρόζι ήταν το μωρό της αδελφής της. Το παιδί ήταν άρρωστο με πυρετό από τη στιγμή που είχε φτάσει η Ρόζι στο σπίτι. Δεν υπήρχαν λεφτά για γιατρούς και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Μπρίντι ήταν να τη σκουπίζει κατά διαστήματα μ’ ένα βρεγμένο πανί με δροσερό νερό.

«Κι αν τη χάσω από τον πυρετό;» ξεφούρνισε ένα βράδυ.

Η Ρόζι δεν ήταν σε θέση να της απαντήσει.

Η ζωή σε αυτό το εξαθλιωμένο, απελπιστικό μέρος βοή-θησε τη Ρόζι να πάρει τις αποφάσεις της. Θα πήγαινε να επισκεφθεί τη λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ, τη θεία της Βικτόριας και του Βαλεντάιν, και αδελφή της λαίδης Ένις. Η Βικτόρια της είχε πει ότι η λαίδη Μάριαν είχε αναφερθεί και στα δύο κορίτσια λέγοντας πως μπορούσαν να την επισκεφθούν στο Δουβλίνο, ιδιαίτερα αν αποφάσιζαν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Η Ρόζι στριφογυρνούσε ολόκληρο το βράδυ μες στον ιδρώτα, παλεύοντας με την απόφασή της. Πώς θα μπορούσε να ζητήσει το έλεος αυτής της γυναίκας, την οποία γνώριζε ελάχιστα; Πώς θα μπορούσε να πάει σε μια συγγενή της οικογένειας Μπελ αφού το ’χε σκάσει τόσο ξαφνικά; Κι η υπερηφάνειά της; Καθώς όμως βρισκόταν μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας ακούγοντας τους αρου-ραίους να τρεχοβολούν μέσα στους τοίχους, συνειδητοποίησε ότι όλη της η υπερηφάνεια είχε εξαντληθεί τις μέρες που περπάταγε στους αφιλόξενους δρόμους του Δουβλίνου. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή πλέον. Η υπερηφάνειά της δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν να σώσει την Μπρίντι από αυτή την άθλια ζωή.

Ήταν ένα ιδιαιτέρως παγωμένο πρωινό και η Ρόζι τράβηξε το σακάκι της σφιχτά πάνω της καθώς περπατούσε. Μπήκε στο καφέ και πήρε ένα φλιτζάνι τσάι. Εκείνο το πρωι-νό παραχώρησε στον εαυτό της την πολυτέλεια ενός ζεστού ψωμιού. Είχε χρόνο στη διάθεσή της. Δεν θα ήταν πρέπον να ενοχλήσει τη λαίδη Μάριαν στο σπίτι της πριν από τις δέκα η ώρα. Η Ρόζι είχε ρωτήσει αδιάφορα την Μπρίντι ένα απόγευμα πού ζούσε η λαίδη Μάριαν.

«Στην πλατεία Φιτζουίλιαμ», είπε η Μπρίντι, «στο νούμερο έξι, όπως εδώ!»

Γέλασε όταν το είπε αυτό, αλλά η Ρόζι ήξερε ότι η πλατεία Φιτζουίλιαμ δεν είχε καμία σχέση με το Φόλεϊ Κορτ. Τώρα κοιτούσε τη διεύθυνση που είχε σημειώσει. Δεν πρέπει να ήταν τόσο δύσκολο να τη βρει. Η Μπρίντι είχε πει ότι ήταν νότια της πόλης, πέρα από το ποτάμι. Έφαγε και ήπιε αργά, χωμένη σε μια σκοτεινή γωνιά.

Καθώς στο καφέ μαζευόταν κόσμος, η σερβιτόρα άρχισε να της ρίχνει ματιές, όπως και οι πελάτες που περίμεναν το τραπέζι της. Αναστέναξε, σηκώθηκε, βγήκε αργά στον δρόμο και άρχισε να περπατά προς τα νότια. Η πόλη είχε ζωντανέψει όσο εκείνη ήταν μέσα κι έπινε το τσάι της. Τα τραμ και οι άμαξες με τ’ άλογα πάλευαν μεταξύ τους για χώρο, ενώ οι ποδηλάτες και οι πεζοί γύρω τους προσπαθούσαν να τους αποφύγουν. Όπως πάντα, ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός – ουρλιαχτά από τις κόρνες, διαπεραστικές σφυρίχτρες, το τρίξιμο των τραμ, τα ποδοβολητά των αλόγων, οι φωνές των παιδιών για τα θελήματα. Της ήρθε μια φευγαλέα εικόνα από τα δάση και τα λιβάδια γύρω από το Ένισμορ, όπου οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονταν ήταν τα κελαϊδίσματα των πουλιών, οι φωνές των ζώων και το απαλό αεράκι που έφτανε από τη λίμνη, και η καρδιά της βάρυνε.

Έκανε περισσότερο κρύο καθώς πλησίαζε στον ποταμό Λίφι, που διέσχιζε την πόλη. Πέρασε τη γέφυρα Ο’Κόνελ και κοίταξε κάτω στην πολύβουη αποβάθρα τους εργάτες να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν εμπορεύματα στα πλοία. Της έκανε εντύπωση το ότι δεν είχε νιώσει ποτέ τόση μοναξιά όση ανάμεσα σε όλο εκείνο το πλήθος. Καθώς περπατούσε νότια, πέρασε από το κολέγιο Τρίνιτι. Ο Βαλε-ντάιν είχε περάσει ένα τρίμηνο εκεί προτού του ζητήσουν να φύγει. Κοιτούσε τώρα τους νεαρούς άντρες που συνέρρεαν μέσα κι έξω από την κεντρική πύλη – μερικοί βιαστικά σαν να είχαν αργήσει στο μάθημα, άλλοι περπατώντας αργά, άλλοι σταματώντας για να χαιρετήσουν τους συντρόφους τους. Επιβράδυνε το βήμα της για να τους παρατηρήσει, κοκκινίζοντας τη στιγμή που ορισμένοι γύρισαν προς το μέρος της, όταν ένας ψηλός νεαρός άντρας την έδειξε.

Καθώς συνέχισε να περπατά, με τα χέρια της χωμένα βαθιά στις τσέπες του παλτού της λόγω του κρύου, παρατήρησε ότι η περιοχή γινόταν πιο καθαρή και πιο ήσυχη. Οι κατοικίες και η βρόμα της οδού Μοντγκόμερι και του Φόλεϊ Κορτ φαίνονταν να ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο. Εδώ τα τετραώροφα σπίτια με μεσοτοιχία ήταν στέρεα και καλοδια-τηρημένα, και στα πεζοδρόμια δεν υπήρχαν γυναίκες ζητιάνες με μωρά τυλιγμένα σε σάλια. Ούτε πόρνες υπήρχαν, παρατήρησε, ή τουλάχιστον δεν φαίνονταν.

Έφτασε σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένας μικρός πράσινος χώρος. Κοίταξε ψηλά στην μπρούτζινη επιγραφή στο γωνιακό κτήριο και είδε πως έγραφε «Πλατεία Μέριον». Πού είχε ακούσει αυτό το όνομα; Α, ναι. Η λαίδη Ένις είχε νοικιάσει ένα σπίτι εδώ για την πρώτη Σεζόν της Βικτόριας. Σκέφτηκε ξανά την απόρριψη που είχε νιώσει το πρωινό που η Βικτόρια είχε φύγει από το Ένισμορ. Πόσο ήθελε να πάει μαζί της! Στάθηκε για μια στιγμή, διερωτώμενη ποιο θα μπορούσε να είναι το σπίτι που έμεναν, και φαντάστηκε τις δεξιώσεις που μπορεί να είχαν γίνει εκεί. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της και συνέχισε.

Τελικά έφτασε στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Καλοφροντισμένα σπίτια με μεσοτοιχία σχημάτιζαν ένα τετράγωνο γύρω από ένα μαγευτικό, μικροσκοπικό πάρκο. Μια σουβλιά νοσταλγίας την τσίμπησε στη θύμηση του βικτοριανού κήπου όπου έπαιζαν μαζί με τη Βικτόρια όταν ήταν παιδιά, εκεί που είχαν φιληθεί με τον Βαλεντάιν. Σχεδόν κανένας ήχος δεν ακουγόταν καθώς περπατούσε γύρω από το τετράγωνο για να βρει το νούμερο έξι. Θαύμασε τα τούβλινα σπίτια που ήταν καλυμμένα με κισσό, το καθένα με μια πόρτα έντονα βαμμένη σε γαλάζιο, κόκκινο, πράσινο ή γυαλιστερό μαύρο. Υαλοπίνακες πλαισίωναν κάθε πόρτα, πάνω από την οποία βρισκόταν ένα τοξωτό παράθυρο. Παρότι ήταν ακόμη χειμώνας, φυτά και λουλούδια ξεχείλιζαν από πολύχρωμα δοχεία στα παράθυρα. Διακοσμητικά σφυρήλατα κάγκελα και σχάρες στα παράθυρα προστάτευαν κάθε σπίτι.

Σταμάτησε μπροστά στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο νούμερο έξι. Χαμογέλασε όταν είδε το ποδόμακτρο στην κορυφή της σκάλας – μια ανάμνηση από το Ένισμορ. Και ένιωσε περήφανη για τον εαυτό της που παρατήρησε ότι τα σκαλιά δεν είχαν τριφτεί σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές της κυρίας Μέρφι ή τις δικές της. Το μικρό αίσθημα υπερηφάνειας σύντομα αντικαταστάθηκε από αμφιβολία. Μήπως ήταν τεράστια αναίδεια που ήρθε απροειδοποίητα; Κι αν η λαίδη Μάριαν έλειπε και είχε πάει ως εκεί για το τίποτα; Κι αν η λαίδη Μάριαν εξοργιζόταν με την τόλμη της; Το χέρι της πάγωσε καθώς πλησίασε το μπρούτζινο ρόπτρο, έναν καλογυαλισμένο μπρούτζινο κρίκο με τρεις στιλιζαρισμένους κρίνους. Αναγνώρισε το σχέδιο από ένα χαλί στο Ένισμορ – «ίριδα» της είχε πει η Βικτόρια πως λεγόταν, ένα γαλλικό σχέδιο.

Ήθελε με κάθε τρόπο να κάνει στροφή και να τρέξει. Η εικόνα όμως της Μπρίντι και του μωρού της στο εξαθλιωμένο δωμάτιο του Φόλεϊ Κορτ την κράτησαν εκεί. Σήκωσε το ρόπτρο και το άφησε να πέσει με γδούπο.

Η πόρτα άνοιξε και ένα κορίτσι περίπου στην ηλικία της, με γκρίζα στολή υπηρέτριας, δαντελωτή λευκή ποδιά και σκούφια, της χαμογέλασε.

«Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι, μαντμουαζέλ;» είπε με έντονη γαλλική προφορά.

Η Ρόζι ξεροκατάπιε.

«Είμαι εδώ για να δω τη λαίδη Μπελφλέρ», είπε. «Είμαι φίλη της ανιψιάς της, της δεσποινίδας Βικτόριας Μπελ».

Το κορίτσι την κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Και το όνομά σας, παρακαλώ;»

«Δεσποινίς Ροϊσίν Κιλίν».

Η υπηρέτρια μπήκε μέσα.

«Περάστε μέσα στο καθιστικό, παρακαλώ. Θα ενημερώσω τη λαίδη Μάριαν ότι είστε εδώ. Έχετε μια κάρτα, έτσι δεν είναι;»

Η Ρόζι κοκκίνισε. Ήξερε ότι ο σωστός τρόπος ήταν να παρουσιάζεις μια κάρτα όταν πηγαίνεις μια απρόσμενη επίσκεψη.

«Φοβάμαι πως δεν την έχω μαζί μου», είπε ψέματα.

«Ντ’ ακόρ. Περιμένετε εδώ, παρακαλώ».

Η υπηρέτρια εξαφανίστηκε, αφήνοντας τη Ρόζι να στέκεται στο καθιστικό. Κοίταξε γύρω της, διστάζοντας να καθίσει. Τα χρώματα του δωματίου ήταν ένας ντελικάτος συνδυασμός γαλάζιων και ροζ παστέλ που πλαισιώνονταν από καθρέφτες με επιχρυσωμένες κορνίζες και έπιπλα από ξύλο καλλιτρίδας. Το μοτίβο της ίριδας του μπροστινού ρόπτρου επαναλαμβανόταν στο ανοιχτόχρωμο γαλάζιο χαλί. Υπήρχε μια ελαφριά, αιθέρια αίσθηση στο δωμάτιο, σε σύγκριση με το βαρύ, πληθωρικό, ξεθωριασμένο μεγαλείο των δωματίων του Ένισμορ. Η Ρόζι θυμήθηκε τα διακοσμητικά κλουβιά που είχε δει να απεικονίζονται σε μερικά από τα βιβλία της Βικτόριας για τη Γαλλία και χαμογέλασε. Ένα θρόισμα πίσω της εισέβαλε στις σκέψεις της και την έκανε να γυρίσει.

Η λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ μπήκε στο καθιστικό ντυμένη μ’ ένα ανοιχτόχρωμο απογευματινό φόρεμα. Η Ρόζι ξαφνιάστηκε. Δεν είχε δει ποτέ τη λαίδη Μάριαν από τόσο κοντά. Ήταν εκθαμβωτική για μια γυναίκα της ηλικίας της. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή και άψογη, και τα μαλλιά της, παρότι πιο μαύρα από το φυσικό της, σχημάτιζαν ένα λαμπερό πλαίσιο γύρω από το ντελικάτο πρόσωπό της. Πρόσφερε το χέρι της στη Ρόζι.

«Μπονζούρ, μαντμουαζέλ. Είστε φίλη της ανιψιάς μου της Βικτόριας; Είναι καλά;»

Η Ρόζι έπιασε το χέρι της και το άφησε να πέσει γρήγορα. Η λαίδη Μάριαν κάθισε σ’ έναν σκαλιστό, ροζ διθέσιο καναπέ κάτω από το παράθυρο, και έκανε νόημα στη Ρόζι να καθίσει σε μια λεπτεπίλεπτη γαλάζια βελούδινη καρέκλα. Η Ρόζι κάθισε και γραπώνοντας το τσαντάκι της έγειρε προς τα εμπρός.

«Πολύ καλά, κυρία, ε, λαίδη μου», απάντησε. Και τότε άρχισε να μιλά γρήγορα, από φόβο ότι, αν δεν έλεγε τα πάντα μονομιάς, θα το ’βαζε στα πόδια και δεν θα επέστρεφε ξανά. «Είμαι η Ρόζι Κιλίν. Ήμουν συμμαθήτρια της Βικτόριας για χρόνια στο Ένισμορ ώσπου έφυγε για την πρώτη της Σεζόν. Ζω στο Δουβλίνο εδώ και λίγο καιρό. Ήλπιζα να μπορέσω να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Γνωρίζω ότι αυτό είναι κάτι το οποίο ενθαρρύνετε κάθε νέα γυναίκα να κάνει. Η Βικτόρια μου το είπε. Και μου ανέφερε επιπλέον ότι της είπατε πως και οι δυο μας μπορούσαμε να σας επισκεφθούμε στο Δουβλίνο. Δεν θα είχα έρθει καθόλου, αλλά η αδελφή μου, η Μπρίντι, ζει υπό άθλιες συνθήκες και πρέπει να βρω έναν τρόπο να τη βοηθήσω και…»

Της Ρόζι τής κόπηκε η ανάσα κι ένας ξαφνικός τρόμος την κατέλαβε καθώς κοίταξε τη λαίδη Μάριαν.

«Γνωρίζει η λαίδη Ένις πως είσαι εδώ;»

«Πώς; Ε, όχι, λαίδη μου. Κανένας δεν γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκομαι».

«Συνέβη κάποιο σκάνδαλο;»

Η Ρόζι μαζεύτηκε. Θα μπορούσε η απόδρασή της μέσα στη νύχτα χωρίς ειδοποίηση ή προειδοποίηση να θεωρηθεί σκάνδαλο;

«Όχι, τίποτα τέτοιο», είπε, και η φωνή της ακούστηκε πιο δυνατή απ’ ό,τι θα ήθελε. «Απλώς χρειαζόμουν μια αλλαγή. Ήθελα να αναλάβω εγώ την ευθύνη για το μέλλον μου».

Η λαίδη Μάριαν πήρε ένα μικρό κουδουνάκι από το τραπεζάκι και κάλεσε την υπηρέτρια, ζητώντας της να επιστρέψει με τσάι. Η Ρόζι περίμενε, με την καρδιά της να χτυπά δυνατά.

«Και τι νομίζετε ότι θα μπορούσα να κάνω εγώ για εσάς, δεσποινίς Κιλίν;»

Ένα κύμα θλίψης έλουσε τη Ρόζι. Ποιο το όφελος να εξακολουθεί να της κρύβει την αλήθεια; Άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

«Δεν ξέρω, λαίδη μου. Είστε η τελευταία μου ελπίδα. Δεν μπορώ να επιστρέψω στο Ένισμορ. Ο Βαλεντάιν είπε ότι σχεδίαζε να πάει στην Αμερική και ότι δεν έπρεπε να τον περιμένω και…»

Η λαίδη Μάριαν χαμογέλασε.

«Α, επιτέλους η αλήθεια! Tουζούρ λ’ αμούρ. Ναι, ο αγαπημένος Τόμας ήρθε να μ’ επισκεφθεί πριν από λίγες εβδομάδες. Όπως είχα προβλέψει πως θα έκανε, μου είπε ότι θα ταξίδευε στην Αμερική με τον “Τιτανικό” και τη δεσποινίδα Σοφία Χόφμαν και τον μπαμπά της. Χάρηκα πολύ όταν έμαθα τα νέα. Ανέφερε ότι ο Βαλεντάιν θα τους συνόδευε. Είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς δύο εξαίρετους νεαρούς άντρες να ξεκινούν για μια μεγάλη περιπέτεια». Έκανε μια παύση και αναστέναξε. «Εκτός βέβαια αν κάποιος τυχαίνει να είναι ερωτευμένος με έναν από αυτούς».

Η Ρόζι κοκκίνισε. Δεν υπήρχε πλέον επιστροφή. Βρισκόταν στο έλεος αυτής της γυναίκας, την οποία δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά. Κράτησε το μικροσκοπικό φλιτζάνι από κινέζικη πορσελάνη στα τρεμάμενα χέρια της ενώ η λαίδη Μάριαν την περιεργαζόταν.

«Μιλάτε καλά και είστε περιποιημένη. Θα μπορούσε κανείς να σας περάσει για λαίδη».

Η λαίδη Μάριαν φάνηκε να απευθύνεται περισσότερο στον εαυτό της παρά στη Ρόζι.

«Θέλω απλώς να με βοηθήσετε να βρω εργασία, λαίδη μου. Θέλω απλώς να κερδίζω αρκετά ώστε να τα βγάζω πέρα και να βοηθάω την αδελφή μου». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσατε να μου δώσετε κάποια συστατική επιστολή. Αυτό θέλω μόνο».

Η λαίδη Μάριαν ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ.

«Ανοησίες, αγαπητή μου. Ένα κορίτσι με την εμφάνισή σου και τους τρόπους σου πρέπει να τοποθετεί τις βλέψεις της πιο ψηλά».

Στράγγιξε το τσάι της και σηκώθηκε μ’ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Θα συζητήσω την περίπτωσή σου με τον αγαπητό κύριο Κίρνι – έχει πάντοτε καταπληκτικές ιδέες. Δώσε μου τη διεύ-θυνση που μένεις και θα στείλω ένα σημείωμα με το οποίο θα σε ενημερώνω πότε να έρθεις πάλι. Τότε θα σου πω τι έχουμε σκεφτεί για εσένα».

Η Ρόζι έφυγε από το σπίτι της πλατείας Φιτζουίλιαμ νιώθοντας να την κατακλύζει ένα μείγμα δέους και ενθουσιασμού. Ξανάκανε τη διαδρομή περνώντας από το κολέγιο Τρίνιτι, τη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Λίφι και ανεβαίνοντας όλη την οδό Σάκβιλ. Αυτή τη φορά ήταν πολύ εκστασια-σμένη για να παρατηρήσει οτιδήποτε γύρω της. Τη στιγμή που ανέβαινε τα σκαλοπάτια για το δωμάτιο της Μπρίντι η αποφασιστικότητά της έγινε πιο έντονη.

«Δεν με νοιάζει τι έχει αυτή η γυναίκα κατά νου», είπε στον εαυτό της. «Θα συμφωνήσω σε οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Δεν μπορώ να περάσω άλλο βράδυ σ’ αυτό το ελεεινό μέρος».

Τέλος 10ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi