Μανώλης Χιώτης
Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε 21 Μαρτίου 1921. Ήταν Έλληνας συνθέτης, από τους σημαντικότερους του λαϊκού τραγουδιού και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.. Έφερε επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι και στην ελληνική μουσική γενικότερα, επινοώντας την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο “κοσμικό κέντρο”.
Παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και από μικρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με τα λαϊκά όργανα. Ξεκίνησε να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο, αρχικά κιθάρα μετά μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Έτσι, από 15 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο, ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός.
Εκπαίδευση
Το 1935 περίπου, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί και ήταν τότε που γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο κέντρο «Δάσος» του Βοτανικού. Το 1937, ο Μανώλης Χιώτης ακολουθώντας το ρεμπέτικο μοτίβο, ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το χρήμα δεν το λογαριάζω», που έγινε αμέσως επιτυχία.
Το τετράχορδο μπουζούκι
Μέχρι τον πόλεμο, αλλά και μετά απ’ αυτόν, συνέχισε να γράφει τραγούδια. Βλέποντας όμως ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο, δημιουργώντας έτσι το «τετράχορδο μπουζούκι». Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι, άνοιξε ο ορίζοντας για ασύλληπτες σε ταχύτητα εκτελέσεις σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι.
Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950, πρώτος αυτός εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας, αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία, για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα, κυρίως του μάμπο.
Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».
Το πρώτο κέντρο διασκέδασης
Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το «Πιγκάλ», που ήταν και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο «Σπηλιά» ή «Σπηλιά του Παρασκευά» στον Πειραιά.
Η μουσική του έξω από τα σύνορα
Στα τέλη του 1953, ο Μανώλης Χιώτης επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μαζί με τη Ζωή Νάχη, τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Γιώργο Γοζαδίνο, τον ακορντεονίστα Αθανάσιο Καράμπελα και τον πιανίστα Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Εκεί, για περισσότερο από 100 ημέρες διασκέδαζε τους επισκέπτες του Καζίνο «ΕΞΕΛΣΙΟΡ». Στη συνέχεια από τις 11/2/1954 έως και τις 14/3/1954, ο Μανώλης Χιώτης επισκέπτεται το Κάιρο όπου παίζει στο μαγαζί «CIRO’S» για να επιστρέψει ξανά στην Αλεξάνδρεια, όπου θα συνεχίσει να παίζει στο καζίνο «ΕΞΕΛΣΙΟΡ» μέχρι και την Κυριακή 18/4/1954. Έπειτα επέστρεψε στην Αθήνα.
Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, για την προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της Χώρας. Ο Μανώλης Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς χωρών, ενώ είχε κληθεί να παίξει ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Συνεργασίες
Ο Μανώλης Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Ανεξάρτητα όμως αυτού, πολύ τακτικά συμμετείχε και ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίχθηκε ακριβώς στη δεξιοτεχνία του Μανώλη Χιώτη κατά την πρώτη του επίσημη δισκογραφική του παρουσία με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο «Λιποτάχτες», «Αρχιπέλαγος» κ.ά.. Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε ομοίως και με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Οι γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του
Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες αποδόθηκαν από την τραγουδίστρια Μαίρη Λίντα, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του για μια δεκαετία, με την οποία εμφανίσθηκε και στον κινηματογράφο.
Σημειώνεται ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε νυμφευθεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή Νάχη, με την οποία και απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1958 παντρεύτηκε τη σπουδαία παρτεναίρ του, Μαίρη Λίντα, ένας γάμος γεμάτος επιτυχίες, που όμως έληξε απρόσμενα το 1967 – 1968. Στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης παντρεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου (1936-2019), με την οποία και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.
Το τέλος
Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε αιφνίδια από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας, στις 21 Μαρτίου του 1970. Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο.
Το έργο του
Από τον μεγάλο αριθμό τραγουδιών που έγραψε, αξέχαστα έργα ιδίως μαζί με την Μαίρη Λίντα υπήρξαν μεταξύ άλλων τα:
- Πασατέμπος (1946)
- Τάκα τάκα τα πεταλάκια (1952)
- Εγώ το πλουσιόπαιδο (1952)
- Απόψε φίλα με (1955)
- Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα (1956)
- Πολλές φορές (1956)
- Ηλιοβασιλέματα (1958)
- Αφού το θες (1958)
- Σβήσε τη φλόγα (1958)
- Περασμένες μου αγάπες (1959)
- Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω (1959)
- Πάρε το δάκρυ μου (1960)
- Δεν θέλω πια να ξαναρθείς (1961)
- Η σκούνα (1962)
- Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα (1962)
- Πάρε με στο τηλέφωνο (1964) κ.ά.
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
Πάνω στο έργο του στηρίζεται το οικοδόμημα της Δυτικής Μουσικής.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας, βιολιστής και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ.
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής.
Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.
Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: Η «Τοκάτα και Φούγκα» σε ρε ελάσσονα, η «Λειτουργία» σε σι ελάσσονα, τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», τα «Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα», το «Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» και η «Τέχνη της Φούγκας».
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1685 και ήταν γιος του Γιόχαν Αμπρόζιους και της και της Μαρία Ελίζαμπετ Λέμμερχιρτ . Ήταν το νεότερο από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειας (έξι αγόρια και δύο κορίτσια), από τα οποία τα τρία (δύο αγόρια και ένα κορίτσι) πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.
Μουσική εκπαίδευση
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ έλαβε από τον πατέρα του την πρώτη μουσική εκπαίδευση στη μουσική, στη θεωρία και στα βασικά γύρω από τα έγχορδα όργανα. Ο μικρός Σεμπάστιαν διέθετε μάλιστα εξαιρετική σοπράνο φωνή και, αργότερα, διακρίθηκε και ως σολίστας.
Οι περισσότερες μουσικές δραστηριότητες στο σπίτι, στις οποίες ο μικρός Σεμπάστιαν ήταν παρών, περιελάμβαναν διδασκαλία, μελέτη, πρόβες, προετοιμασία συναυλιών, τακτοποίηση και αντιγραφή για τις παρτιτούρες και, επίσης, κούρδισμα και επισκευή οργάνων.
Η απώλεια αγαπημένων του προσώπων
Την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων προσώπων βίωσε από νωρίς όταν, σε ηλικία έξι ετών, έχασε τον δεκαοκτάχρονο αδελφό του, Γιόχαν Μπαλτάζαρ ενώ, μόλις τρία χρόνια αργότερα, ήρθε αντιμέτωπος με το χαμό και των δύο γονιών του σε διάστημα εννέα μηνών. Η μητέρα του πέθανε από άγνωστη αιτία τον Μάιο του 1694, και τον Φεβρουάριο του 1695 ακολούθησε ο θάνατος του πατέρα του, μετά από σοβαρή ασθένεια.
Τα τελευταία χρόνια
Η υγεία του Μπαχ ήταν σε γενικές γραμμές καλή, μέχρι την άνοιξη του 1749, οπότε παρουσιάστηκε μία ραγδαία επιδείνωση στην όρασή του, που οδήγησε τελικά σε ολοκληρωτική τύφλωση. Εκείνη την εποχή, με τις συνθήκες φωτισμού που υπήρχαν, ήταν πολύ εύκολο για κάποιον που εργαζόταν σκληρά τις νύχτες να εμφανίσει προβλήματα στην όραση, ιδιαίτερα για τους μουσικούς. Τα αίτια του συγκεκριμένου προβλήματος παραμένουν άγνωστα, λόγω έλλειψης ιατρικών στοιχείων. Πιο πιθανό θεωρείται να έπασχε από διαβήτη, που υπέσκαπτε σταδιακά την υγεία του εκδηλώνοντας κάποια στιγμή, απότομα, τα φανερά συμπτώματά του. Έτσι πιθανότατα εξηγείται η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης των ματιών του. Το άμεσο επακόλουθο ήταν η δυσλειτουργία στη γραφή του και επομένως στην εργασία του γενικότερα.
Στα τέλη Μαρτίου του 1750 ο Μπαχ ζήτησε να χειρουργηθεί από τον διάσημο εκείνη την εποχή οφθαλμίατρο Τζον Τέιλορ. Πιθανόν η διάγνωση του Τέιλορ ήταν πως ο Μπαχ έπασχε από γλαύκωμα ή καταρράκτη. Η τοπική εφημερίδα Vossische Zeitung της 1ης Απριλίου 1750 ανέφερε πως μια πρώτη επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ήταν επιτυχής. Λίγες ημέρες αργότερα χρειάστηκε να υποβληθεί σε νέα εγχείρηση και έκτοτε η υγεία του επιδεινώθηκε αισθητά, χάνοντας ολοκληρωτικά την όρασή του.
Λίγες μέρες μετά υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο με αυξημένο πυρετό. Στις 28 Ιουλίου 1750, ημέρα Τρίτη, παρουσία δύο από τους πλέον έμπειρους γιατρούς της Λειψίας, λίγο μετά τις 8 και τέταρτο το βράδυ, πέθανε.
Πέθανε σε ηλικία 65 ετών αφήνοντας πίσω του 11 απογόνους (εννέα από τα 20 παιδιά του πέθαναν σε μικρή ηλικία), πέντε εκ των οποίων έγιναν μουσικοί.